United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν-Γιακουμής τον συνώδευε με την εξάχορδον κινύραν του, ένα λαξευτόν χρυσοκέντητον τσιβούρι, έργον των χειρών του οπού είχε κατασκευάσει εν ταις ώραις της απλοίας και νηνεμίας· ή και κατά τας μακράς του χειμώνος νύκτας, εφ' ου, είχε, μετ' επιμονής καλλιτέχνου, λαξεύσει ολόκληρον την αγοράν της πατρίδος του, με της βαρκούλαις στο ακρογιάλι, κ' ένα σπιτάκι, ψηλά-ψηλά, εις τον βράχον, την ποθητήν της αγάπης του κατοικίαν, της Μαριγούλας του.

Μαριγούλαν δε ωνόμαζε και το ολόχρυσον τσιβούρι. Το είχε στολίσει σαν την ασπίδα του Αχιλλέως χωρίς να έχη διαβάσει τον Όμηρον. Ο Καπετάν-Γιακουμής ήτο αδελφός του πλοιάρχου, αλλ' ευθύμου και διαχυτικού χαρακτήρος, ηρέσκετο να συνανατρέφηται μετά των ναυτών συνήθως, εν τη πρώρα.

Ανάβα όνομα να ιδής κορμί . Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος. — Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε ; Προσέθηκεν ο καπετάν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος. — Κατά φωνή και . . .

Και ήρχισεν αμέσωςγια να θερμανθήνα τραγουδή ένα παλαιόν άσμα της Κω, μιμούμενος συνάμα γυναίκα κώτισσαν νήθουσαν, κατά την έννοιαν του άσματος, μ' έκτακτον μιμικήν διάθεσιν. Ο καπετάν-Γιακουμής επαναχορδίσας τέλος την Μαριγούλαν τον συνώδευε: Πάρε την αργυρόρροκα κ' έλα την φράχτη-φράχτη, Κι' αν σ' αρωτήσ' η μάννα σου, 'πες, έχασα τ' αδράχτι.

Μετά το πέμπτον ποτήριον της ζαμάικας, ο καπετάν-Γιακουμής, ο αδελφός του πλοιάρχου, ήρχισε κακώς να παίζη την Μαριγούλαν , το τορευτόν του τζιβούρι, κ' εζήτει και έκτον αμέσως, λέγων ότι 'ςτα πέντε αποσταίνει και ξεχορδίζεται, και αν σταματήση αυτού, είνε φόβος τότε να μη χορδισθή ούτετα δέκα.