United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μια αδελφή μου, ο ένας ο θειος μου, η γυναίκα μου, κι' ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξειδέψει για τ' ανεγύριστο ταξείδι του Κάτω-Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή χαιρετίσματα έρχονται!

Μια μέρα μ' έκραξε ο Αλής... Τα φρύδια του μαχαίρια, Το στόμα τάφος ανοιχτός... Μου λέγει... «Ομέρ Βριόνη »Απόψε τα κεφάλια τους...» Και βγάνει ένα δεφτέρι Οπού είχε μεςτον κόρφο του. Μου τώδωκε και φεύγει. — Δε θέλω να το μάθω. — Θυμήθηκα τον πάππο μου, πουτα γεράματά του Μώδινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω... Ότ' είμαι... βασιλόπουλο.. — Μας τούπε και ο Κυρ Μάνθος.

Τα νειόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι' έρχονταν στην ξενιτειά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσαρα, και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο, και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρόνη η κακομοίρα η κάκω-Μήτραινα το χαράτσι του.

Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Του ύπνου του η ώραις Όσο κι' αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν Ν' αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα Του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην τη ρανίδα Πώσταξ' από τα μάτια του, θα ξεπλυθή η μαυράδα Που ελαίρονε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι. Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη Σαν αητός μες τη φωλειά, ολάκερο ένα γένος Έκλωθ' εκείνην τη βραδειά.