United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αμαξηλάτης φαίνεται πως υποβεβρεγμένος, ο δε κλητήρ δεν φαίνεται νήστις. Τι προσφωνούσιν αλλήλους εν τοιαύτη καταστάσει, ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή.

Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων, ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου. Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του.

Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας, εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του ανεψιού σου. — Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος. — Α! Και σεις λοιπόν! Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς.

Οι εγχώριοι προέπεμπον τους ιδικούς των, οι μεν τους φίλους των, οι δε τους συγγενείς των, οι δε τους υιούς των· εβάδιζον κατεχόμενοι συγχρόνως υπό ελπίδος και λύπης, και σκεπτόμενοι αφ' ενός μεν τας μέλλουσας κατακτήσεις, αφ' έτερου δε την αβεβαιότητα του να επανίδουν αλλήλους και την απόστασιν, η οποία έμελλε να χωρίση αυτούς από της πατρίδος των.

Δεν ήτο όμως εύκολον να γνωρίση κανείς κανένα μεταξύ αυτών• διότι όλοι γίνονται εντελώς όμοιοι προς αλλήλους, άμα γυμνωθούν τα οστά• αλλά δι' επιμόνου παρατηρήσεως και μετά δυσκολίας ανεγνωρίζαμεν μερικούς. Ήσαν δε 'ξαπλωμένοι οι μεν επί των δε, μαυρισμένοι και άσχημοι και μη διατηρούντες τίποτε από τα κάλλη της ζωής.

Τώρα δε ο δυστυχής τρίαρχος είναι εις τας φυλακάς, περιμένων τον θάνατον να τον λυτρώση. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ώστε, κόσμε, δεν σου μένουν πλέον ειμή δύο μόνον σιαγόνες. Και την τροφήν δε όλην την οποίαν εμπεριέχεις αν ρίψης μεταξύ αυτών, θα σπαράξωσιν αλλήλους. Πού είναι ο Αντώνιος;

Και επί τινα μεν χρόνον απέσχον να προσβάλουν αλλήλους και παρετηρούντο· έπειτα δε οι Αθηναίοι, μη κρίνοντες συμφέρον να μένουν επί πολύ εις το αυτό μέρος και να παραδοθούν αφ' εαυτών ένεκα του κόπου, επροτίμησαν να ναυμαχήσουν αμέσως. Ότε δε εδόθη το σημείον, επέπεσαν κατά του εχθρού και ήρχισαν την μάχην.

Όταν έφθασαν εις Καπερναούμ και ήσαν εν τη οικία, ο Κύριος τους ηρώτησε, «Τι συνεζήτουν προς αλλήλους εν τη οδώΒαθεία συστολή τους έκαμε να σιωπώσι, και η σιωπή αύτη ήτο η ευγλωττοτέρα ομολογία των ενόχων φιλοδοξιών των.

Ας εξημερόνωμεν την ψυχήν διά του Χριστιανισμού, και ιδίως διά του Θείου Νόμου της αγάπης. Ναι, ας αγαπήσωμεν αλλήλους, και τότε η ευδαιμονία και ημών αυτών και της φίλης πατρίδος θέλει είσθαι βεβαία.

Οι Κανταραίοι τότε είχον πληθυνθή· υπέρ τα πενήντα κεφάλια άρρενες ήσαν εις την Εύβοιαν, όλοι σχεδόν καλοί δουλευταί κ' ευπορούντες, αλλά καταπιεζόμενοι από τους εισπράκτορας και καταπροδίδοντες αλλήλους. Εντεύθεν ήρχισεν εκεί η &αμάχη&, η οργή και κατάρα του Θεού. Ετρώγοντο μεταξύ των επί ήμισυν αιώνα, κατά γράμμα.