United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΡΩΣ. Ο Καίσαρ, αφού πρώτον μετεχειρίσθη αυτόν εις τον κατά του Πομπηίου πόλεμον, αρνείται τώρα να τον αναγνωρίση ως συνάρχοντα, ούτε του επιτρέπει να συμμετάσχη της δόξης της εκστρατείας· μη αρκεσθείς δε εις ταύτα, κατηγορεί αυτόν ως διατηρήσαντα μυστικήν αλληλογραφίαν μετά του Πομπηίου, και επί τη κατηγορία ταύτη διατάσσει την σύλληψίν του.

Επειδή δε και την προτεραίαν οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν μαζί εορτάζοντες την νίκην, ως εκ τούτου δε διετέλουν ακόμη υπό τους ατμούς του οίνου ο οποίος είχε ρεύσει άφθονος, αποφασίζεται, κατά πρότασιν του ιατρού Ερυξιμάχου, να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην, ν' αποπεμφθή η αυλητρίς και να ληφθή ως θέμα ομιλίας ο Έρως, του οποίου καθένας με την σειράν θα έπλεκε το εγκώμιον.

Ακούσατε: «Είμαι όλη ιδική σου. Πάρε την καρδιά μου, το σώμα μου, την ζωήν μου, την ψυχήν μου, τα σπλάγχνα μου, τον έρωτά μου. Γλυκέ σύζυγε, δος μου την ζωήν ή τον θάνατον». Αλλά πρέπει να σημειωθή εδώ ότι εις την εποχήν αυτής ο χριστιανικός έρως αρχίζει να εκπίπτη εκεί όπου εξέπεσε και ο έρως της αρχαιότητος.

Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός γης.

Αλλά και εις τα μη καθαρώς βουκολικά ειδύλλιά του, οποία είνε αι Φαρμακεύτριαι, Έρως Κυνίσκας, αι Αδωνιάζουσαι, Χάριτες, Ελένης επιθαλάμιος καί τινα άλλα, εις τα οποία ανέρχεται εις λυρικόν ύψος, και εις αυτά ο μιμητής της φύσεως μας παρίσταται αμίμητος.

Και ο Σωκράτης: — Αγάθων, είπε, κύτταξε να με προστατεύσης· διότι ο έρως του ανθρώπου αυτού δεν είνε μικρόν κακόν δι' εμέ. Από τον καιρόν που τον ερωτεύθηκα δεν μου επιτρέπεται πλέον ούτε να κυττάξω ούτε να συνομιλήσω με ωραίον κανένα, διότι άλλως ζηλοτυπών και παραφερόμενος προβαίνει εις πράγματα απίστευτα, υβρίζων και μόλις συγκρατούμενος από του να σηκώση και χείρα εναντίον μου.

Ω! τώρα ήτον ο καιρός να έλθη ο Φαέθων να σας κεντρόνη τα πλευρά, να τρέξετετην Δύσιν την Νύκτα να μου φέρετε την παχνοσκεπασμένην! Έλα ν' απλώσης τα πυκνά παραπετάσματά σου, ω Νύκτα, και σκοτείνιασε, που τ' αγκαλιάσματά μας να μη 'μπορή να τα ιδή ο Έρως ο δραπέτης , κι ο άνδρας μου να πεταχθή κρυφάτην αγκαλιάν μου, χωρίς κανείς να τον ιδή, κανείς να τον ακούση.

Πώς λοιπόν ειμπορεί να είνε θεός ο στερούμενος των αγαθών και των ωραίων; — Βέβαια, φαίνεται ότι δεν ημπορεί να είνε. — Βλέπεις λοιπόν ότι και συ δεν νομίζεις τον Έρωτα ως θεόν. — Τότε λοιπόν, είπα, τι ημπορεί να είνε ο Έρως; θνητός; — Καθόλου. — Αλλά τι λοιπόν; — Αυτό που είπαμεν προτύτερα, δηλαδή μεταξύ θνητού και αθανάτου. — Τι λοιπόν, ω Διοτίμα;

Τον πόλεμον τούτον επεχείρησα χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου, αλλ' η βασίλισσατης οποίας την καρδίαν ενόμιζον ότι κατείχον, όπως αύτη κατείχε την ιδικήν μου, ήτις εφ' όσον ήτον ιδική μου, προσήλωνεν εις εαυτήν μυρίας άλλας, νυν εξαφανισθείσαςαύτη, Έρως, συνεννοηθείσα μετά του Καίσαρος, εδολιεύθη την δόξαν μου, χάριν του θριάμβου του εχθρού μου.

Αλλ' αν τους κατεδίωκον ομού εις την ξηράν, και αύτη ενεπιστεύετο εις αυτόν και απήρχοντο ομού εις το χωρίον της, ω! τότε ο έρως του θα καθηγιάζετο επί της ξηράς και της θαλάσσης. Αίφνης, η φωνή του κυρ-Μοναχάκη, όστις εφαίνετο όρθιος, εις το φως της σελήνης, παρά την πρύμνην της σκαμπαβίας, ηκούσθη εν τη σιγή της νυκτός·Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!