United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από όσα ήκουσεν από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την Θωμαήν του.

Το πώς εγλύτωσα είνε θαύμα. — Άγιε Νικόλαε! ως εξ ενός στόματος έκραξαν όλοι οι συνηγμένοι εκεί, αποκαλύψαντες ανεπαισθήτως τας κεφαλάς των και σταυροκοπηθέντες· και απήλθον εν χαρά εις την αγρυπνίαν, ενώ ο απέναντι οίκος της γρηάς το Μορφάκι, ελαμποκοπούσεν από τα φώτα.

Παρά τους πρόποδας αυτών διεσπαρμένα εδώ κ' εκεί τα φώτα των πόλεων και των χωρίων, ότε μεν εχάνοντο, ως εκ της κινήσεως του ατμοπλοίου, όπισθεν παρεμπροσθούντος τινος κωλύματος, ότε δ' ανεφαίνοντο πάλιν, όμοια προς μεγάλας πυγολαμπίδας, αίτινες επέτων σιωπηλώς και βραδέως παρά τας σκοτεινάς ακτάς της θαλάσσης.

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, και το ρεύμα της θαλάσσης, ή το απόγειον της ξηράς, τους είχεν εξωθήσει μικρόν κατά μικρόν, διότι δεν είχον πηδάλιον, βορειότερον, αντικρύ εις τα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωρίου, τα οποία εφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, και δίπλα εις το μεμονωμένον παρά την βορειανατολικήν ακτήν βραχώδες νησίδιον, το οποίον ήτο η φυλακή ολίγων κονίκλων, ριπτομένων εκεί από τους νησιώτας, και το ανάκτορον όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων.

Και ηκούετο κάτω, εις την αγοράν, ο κτύπος της σκούπας της, ο πεταχτός, εις τον τοίχον οπού άσπριζε: πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, τραγουδιστά, θαρρείς πλατς-πλουτς, πλατς-πλουτς, 'σαν νάλεγε το τρυφερό τραγούδι της ημέρας. Σήκω, κυρά μ', να στολισθής, να πας ταχειάτα Φώτα. 'Στα Φώτα καιτον αγιασμό . . .

Τα φώτα!... Σβύστε τα φώτα!... εβροντοφώναξα ευθύς. Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι ήχων και φωνών.

Με παρόμιας γνώσις φώτα, Υστερνά για αυτόν και πρώτα, Άκοπα θαματουργεί. Τόσα κατορθώματά του, Οχ τα πλιο καθημερνά του. Δε χωράει ακέρια γη. Τα παχιά κορμιά αχαμναίνει, Τ' αχαμνά σού τα παχαίνει, Δίνει μάτια των στραβών· Τους ψηλούς, ευτύς χαμηλόνει, Τους κοντούς κι' αυτούς ψηλόνει, Βάνει γλώσσα των βουβών Στα μικρά τα πάθια όμως, Το νοητό του είναι τρόμος· Κάθε νους τον απορεί.

Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν. Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως.

Αληθινώς ανέστη!. . αληθινώς ανέστη! — Ζη και βασιλεύει, ορέ μπρατίμοι!. . . ζη και βασιλεύει!. . . Ήδη πολυάριθμα μικρά φώτα επλανώντο κατά διαφόρους διευθύνσεις· τα βλαχόπουλα έσπευδον προθύμως να μεταφέρουν εις τους άλλους το Άγιον φως, όπερ έλαβον από την λαμπάδα του ιερέως.

Και βλέπων μόλις έξω εις την πετρώδη Σκύρον τας δύο χασμάδας των λατομείων λευκού τουμαρμάρου, αίτινες αμυδρώς διεγράφοντο τεφραί, ως χαλασμένα δύο χωρίδια, είπε: — Μπορεί να κάμουμε Φώτα 'ςτο χωριό, καϋμένε Ζούμπουρα!