United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω δαίμον' αγγελόμορφε, ω τύραννε ωραίε, ω κόρακα, που με πτερά περιστεριού πετούσες· αρνί με λύκου λύσσιασμα, ουσία σιχαμένη με παρουσίαν θεϊκήν εις όλα εναντίος απ' ό,τι μου εφαίνεσο κι’ απ' ό,τι εθαρρούσα! Ω κολασμένε άγιε, κι’ αχρείε τιμημένε!

Χωρίς άλλο την εικόνα αυτήν του Σωκράτους είχεν υπ' όψιν, πολλούς αιώνας βραδύτερον, ο Χριστιανός Έρασμος, όταν ανεφώνει εν κατανύξει: — Άγιε Σωκράτη, προσευχήσου υπέρ ημών.

Το πώς εγλύτωσα είνε θαύμα. — Άγιε Νικόλαε! ως εξ ενός στόματος έκραξαν όλοι οι συνηγμένοι εκεί, αποκαλύψαντες ανεπαισθήτως τας κεφαλάς των και σταυροκοπηθέντες· και απήλθον εν χαρά εις την αγρυπνίαν, ενώ ο απέναντι οίκος της γρηάς το Μορφάκι, ελαμποκοπούσεν από τα φώτα.

Θακουστούν από χιλιάδες χιλιάδων ταπεινωμένα σκλαβόπουλα, που θα γείνη η ταπεινωσύνη τους περηφάνεια, κι ο φόβος τους θάρρος, και θα τρέξουν από τα λησμονημένα τα νησιά τους ν' αποσώσουν της Μπόμπας το θάμα. Άγιε μου Πατέρα, Σου είπα την ταπεινή μου τη γνώμη, το τι μπορεί ν' ακολουθήση αν λυσσάξουν οι λύκοι.

Ένα κύμα θηρίο μας αρπάζει μαζί με το καράβι. Ο κρότος μου εφάνη σαν βροντή. Εγώ επρόφθασα να είπω μόνον «Άγιε Νικόλαε»· και ευρέθην μακρυάτο πέλαγος κρατών ένα μεγάλο ξύλο. Οι άλλοι έπεσαν στο βράχο. Εχάθηκαν. Έμεινατο ξύλο μισοπεθαμένος μια νύχτα και μια μέρα, και τότε ένα βαπόρι που πήγαινε για το Βατούμ μ' επήρε και μ' έβγαλεν εκεί. Είχαν δίκαιον να γράψουν αι εφημερίδες πως επνίγηκα.

Και ουδείς τολμά λαλήσαι, αλλ' όλους εφίμωσεν· άγιέ μου, άγιε φοβερέ και δυνατέ, δος αυτώ κατά κρανίον, ίνα μη υπεραίρεται· καγώ σοι τον βουν τον μέγαν προσαγάγω εις ευχήν».

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω άγιε πνευματικέ, ω πάτερ μου, πού είναι ο άνδρας της Κυρίας μου; πού είναι ο Ρωμαίος; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Να! καταγής· εμέθυσεν από τα δάκρυά του. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τα ίδια κι' απαράλλακτα κ' η Ιουλιέτα κάμνει. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Κ' οι δυο αξιολύπητοι, κ' οι δυο δυστυχισμένοι! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Έτσι κ' εκείνη καταγής 'ξαπλόνεται και κλαίει, και ούτε τ' αναφυλλητόν, ούτε το κλαύμα παύει.

Χειρότερον φαρμάκι τούτο είναι, εις τον βρωμόκοσμον αυτόν πλειότερον σκοτόνει, από αυτό, που να πωλής ο Νόμος σ' εμποδίζει. Εγώ φαρμάκι σου πωλώ, κι’ όχι εσύ εμένα! Ώρα καλή. Αγόρασε ψωμί να κάμης σάρκα. — Έλα εσύ, ω ιατρικόν, όχι φαρμάκι· έλα· εκεί, στης Ιουλιέτας μου τον τάφον θα σε πάρω! Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ, εισερχόμενος. Ω άγιε καλόγηρε, ω αδελφέ, πού είσαι;

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Βοήθειά μου ο Θεός! πόσαις φοραίς απόψε εσκόνταψαν τα πόδια μου εις τάφους. — Ποίος είσαι; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Πάτερ Λαυρέντιε, εγώ, φίλος και γνώριμός σου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ευλογητός! Δεν μ' εξηγείς, τι φως εκεί του κάκου φωτίζει μαυροσκούληκα κι' αόμματα κρανία; Του Καπουλέτου είν' εκεί ο τάφος, αν δεν σφάλλω. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ο κύριός μου είν' εκεί, ω άγιέ μου πάτερ, ο νέος οπού αγαπάς.