United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του! Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του.

Αφότου είχε παύσει να ταξιδεύη με τα καράβια εις μακρυνά πέλαγα, εψάρευε κατ' αρχάς γύρω εις την νήσον, κ' εγιάλευεν εις τον λιμένα. Ύστερον ηγόραζεν απ' αλλού σιτάρια, τα άλεθεν εις τους μύλους πέραν, εφόρτωνε της δύο βάρκες, κ' ήρχετο και τα επώλει εις τον τόπον. Είχε μανίαν ν' αποκτήση θησαυρούς, διά να σώση το Γένος.

Ο γαμπρός δεν ήτανε αγέννητος, δεν ήτανε ονειροφαντασία και ψέμα. Στο δρόμο βρίσκεται και περπατεί κ' έρχεται ολοένα. Απ' Ανατολή ή από Δύσι, από κάπου θα φανή. Απ' την Αθήνα ή απ' την Αμέρικα. Είνε τόποι μακρινοί, που τους χωρίζουνε βουνά και θάλασσες. Και είνε εμπόδια και αντισκόμματα στο δρόμο. Φουρτούνες, άνεμοι, νεροποντές, θηρία, αρρώστειες. Μήνες και χρόνια μπορεί να ταξιδεύη ο άνθρωπος.

Ένα πρωί μια ψαρόβαρκα τον είδε να ταξιδεύη κατά την μπούκα του λιμανιού, μπρούμυτα απάνω στη θάλασσα, με το πρόσωπο βουτηγμένο στο κύμα και τα μεγάλα του άσπρα μαλλιά ανακατωμένα με τους αφρούς.

Ο Αγαθούλης σ' όλον αυτό το διάλογο στεκότανε εκστατικός κ' έλεγε μέσα του: Αυτός ο τόπος διαφέρει πολύ από τη Βεστφαλία κι' από τον πύργο του κυρίου βαρώνου. Αν ο δικός μας ο Παγγλώσσης έβλεπε το Ελδοράδο, δε θάλεγε πλέον πως ο πύργος του Τούντ-τεν-τρονκ ήτανε ό,τι καλύτερο υπήρχε πάνω στη γη· είναι βέβαιο, πως πρέπει κανείς να ταξιδεύη!

Ο γενναίος Αγαθούλης ας τα ετοιμάση· η κυρία έχει χρυσαφικά και διαμάντια, ας ανεβούμε γρήγορα στ' άλογα, αν και δε μπορώ να κάτσω παρά στο ένα κωλομέρι, κι' ας το δίνομε για τα Γάδειρα. Κάμνει τον ωραιότερο καιρό του κόσμου κ' είναι πολύ ευχάριστο να ταξιδεύη κανείς με τη νυχτερινή δροσιά. Ευθύς ο Αγαθούλης σελλώνει τα τρία άλογα. Η Κυνεγόνδη, η γριά κι' αυτός κόβουν τριάντα μίλλια μονορούφι.

Πού καπετανέοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας. Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παληοί καπετανέοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχη κι' ο Γιαννιός ένα σαν κι' αυτόν, να ταξιδεύη στα σίγουρα. — Και αν μπατάρη το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι ανθρώποι; — Νάταν κι' άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκκαλάκι δε βρίσκεται.