United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αφού τοσαύτα είπομεν περί του ακράτου ρωμαντισμού του ποιητού, μη στέργοντος να ψαλλιδίση της φαντασίας του τα πτερά, αδύνατον είναι να μη παραθέσωμεν απόγευμα και της τοιαύτης εμπνεύσεως, προς τούτο δε εκλέγομεν τους στίχους, των οποίων αυτός ο ποιητής συνίστα ημίν επιμόνως διά της τελευταίας επιστολής του την ανάγνωσιν και την παραβολήν προς ομοίαν εικόνα εν τω «Κανάρη» του απομονωθέντος σήμερον Παράσχου: Βλαχάβα ποιος σ' εγέννησε, ποιά μάνα, ποιος πατέρας; Ο Όλυμπος αγάπησε την ώμορφη την Όσσα. . . . . Μια νύχτα ήταν άνοιξη, χαρά Θεού γαλήνη . · . . Κρυφομιλούνε τα βουνά, ολονυχτίς ρωτιώνται· Και σαν εβγήκε ο Αυγερινός κι' αρχίσανε τα ρόδα Να ξεφυτρώνουν της αυγής ψιλά στα κορφοβούνια, Ο Όλυμπος εκύτταξε την ώμορφη την Όσσα, Την είδε που κοκκίνιζε σαν ντροπαλή παρθένο, Και γέρνει, γέρνει την κορφή και τη φιλείτο στόμα, Κι' ευθύς μ' εκείνο το φιλί πούναι ζωή και φλόγα· Ανάφτουν, ζωντανεύουνε της νειόνυφης τα σπλάγχνα, Και δεν επέρασε καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες Π' ακούστηκε σα μια βοή μες τ' Άγραφα τον Πίνδο Τ' αρματωλού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα.

Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια καταχνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπης πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθης κι όλο γυρέβεις να μάθης, που δε θέλεις μάτι να την κοιτάξη κι ανέμου φυσιματιά να την αγγίξη, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάση μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της ψυχής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφίνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώνια όλα, γιατί άμα σου πη μια γυναίκα πως σ' αγαπά και την αγαπήσης εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσης από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώση, μια ατέλειωτη αγάπη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέση να σε γελάση, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάης πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώση κι ο ήλιος ο ίδιος.

Ξέρω και πως, για να βγει ένας Σαιξπήρος, χρειάστηκε για έναν αιώνα οι δραματογράφοι και θεατρίνοι να πληθύνουν τόσο στην Αγγλία, που να καταντήσουν τάξη και προλετάριοι. Αλλά πιστεύω πως οι κοινωνίες τίποτε άλλο δε χρησιμεύουν, παρά για να ξεφυτρώνουν από μέσα τους εξαιρετικοί άνθρωποι, και για τούτο ονομάζω τις κοινωνίες μ α γ ε ρ ι ά α ν θ ρ ώ π ω ν.