United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σπιτάκι μου, που εσφάλισε αφότου επέθαναν τα γονικά μου κ' εσκούριασαν οι κλειδωνιές του κ' εχορτάριασαν οι πόρτες κ' έπνιξε η αγριαγγαθιά και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίση έλεγα, εκείνη σαν νεράιδα· θα φυτέψη μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή του· θα κρεμάση μοσχομύριστ' αφροκύδωνα απάνω από το κρεβάτι και ρόιδα πολύκλωνα ψηλά στη σκεπή!

Και πώς μπορεί να σε κρεμάση; — Μήπως δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλη; Ναι ή όχι; — Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. — Λοιπόν με κρεμάει κ' εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κ' έφυγε από το καράβι, Την άλλη 'μέρα ο Κιουταχής τούστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί.

Ο Κλεόδημος λ.χ. έλεγεν ότι αν πάρη κανείς με το αριστερό χέρι από χάμω το δόντι αρουραίου ποντικού, ο οποίος να έχη φονευθή όπως προηγουμένως ανέφερε, και το περιτυλίξη με δέρμα λέοντος που να έχη προσφάτως γδαρθή, να το κρεμάση δε εις τα σκέλη του, αμέσως παύουν οι πόνοι των ρευματισμών.

Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάση τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ' και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον, ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε διά πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητας αυτών η μακαρίτις.

Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!

Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρεμάση το σώμα κατά κεφαλής. Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν·Γιάννη! . . . Γιάννη! . . .

Ένα μήνυμα του βουλευτή, και μεταθέτεται ο δικαστής που μελετούσε να τον παιδέψη. Κ' έρχεται άλλος δικαστής που για του βουλευτή το χατίρι και νεκρό ζωντάνευε, όχι, λέει, ζωντανό να κρεμάση. Κ' έτσι γλύτωσε ο κουμπάρος, το στήριγμα αυτό της πατρίδας, που μας στέλνει σοφούς βουλευτάδες στην πολυφώτιστη την Αθήνα. Μα τι τούτος, τι εκείνος, και τι ο άλλος!

Και δράξασα μετά βίας το έν σώμα το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε. — Πού είν' ένα σκοινάκι; . . . Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλάμι! Καλά, θα χρειαστή. Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.