United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γκορνεβάλης έρχεται αθόρυβα, με το κεφάλι του σκοτωμένου στο χέρι. Όταν οι κυνηγοί ηύραν κάτω από το δέντρο το ακέφαλο σώμα, αλληστρατισμένοι, σα να τους κυνηγούσε κι' όλα ο Τριστάνος, τούδωσαν στα τέσσερα, καταπράσινοι από το φόβο. Από τότε, κανείς πεια δεν ήρθε να κυνηγήση στο δάσος.

Η μεν τούτων είχε γυμνά τα στήθη, άνθη επί της κεφαλής και μειδίαμα επί των χειλέων, η δε μαύρον ράσον, σταυρόν επί του στήθους και κατάνυξιν επί του προσώπου. Αμφότεραι ήσαν ωραίαι, αλλά της μεν το κάλλος ενεθύμιζεν ευθύμους εορτάς, ποτηριών συγκρούσεις και χορευτών ποδοκρουσίαν, της δε το υγρόν βλέμμα τας μυστηριώδεις των κοινοβίων απολαύσεις, αθόρυβα συμπόσια και σιγαλά φιλήματα.

Εκεί ένιωσα κατάβαθα πως ο κλήρος μας με τα περιώνυμα &φεουδαλικά του προνόμια&, στα οποία στηρίζουν όλα τους τα μεγάλα σχέδια οι &μεγαλοπράγμονες τουρκομερίτες πολιτικοί μας&, είναι ο &καλύτερος και φυσικώτερος σύμμαχος του φεουδάλου σουλτάνου&, μοιραζόμενος μαζί του αθόρυβα τα πλιάτσικα του δυστυχισμένου λαού, που τον βαστάν και οι δυο τους σε κτηνώδη κατάσταση.

Και, όπως όλα ομαλά και αθόρυβα περάσουν, η έξαφνη απομάκρυνσίς του τώρα πρέπει να πιστευθή 'πού από καιρόν μ' ώριμην σκέψιν είχε αποφασισθή· τ' απελπισμένα πάθη ή δεν ιατρεύονται ποσώς ή απελπισμένα φάρμακα θέλουν. Εισέρχεται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι λοιπόν συμβαίν', ειπέτε; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Πού ετοποθέτησε το σώμα, Κύριέ μου, να μας ειπή δεν θέλει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αλλ' αυτός πού είναι;

Η Γκριζέντα μου έχει ρέψει. Εκείνος δεν την θέλει να βγαίνει από το σπίτι, να πάει να δουλέψει, και αν την δει να κάθεται στο κατώφλι της λέει να μπει μέσα, και όταν η Γκριζέντα παραπονιέται της λέει: «Για χάρη σου θα κάνω να πεθάνουν οι θείες μου από λύπη και κυρίως η θεία Νοέμι». Δεν λέει τίποτε άλλο επειδή είναι καλός και έχει καλή ανατροφή, αλλά τα λόγια αυτά είναι σαν το φαρμάκι που τρώει τα σωθικά αθόρυβα

Δίχως άλλο γυρίζει από τη φίλη του και βλέπει ακόμη όνειρα γι' αυτή. Δε θάτανε ευγενικό να τον ξυπνήσουμε. Μόνο ακολούθα με από μακρυά». Έφτασε τον Ντινάς, έπιασε σιγά το άλογο από τα γκέμια, κι' αθόρυβα εβάδισε δίπλα του. Στο τέλος ένα σκόνταμα του αλόγου ξύπνησε τον Ντινάς. Ανοίγει τα μάτια, βλέπει τον Τριστάνο, διστάζει: «Συ, Τριστάνε, εσύ! Ο Θεός να ευλογήση την ώρα που σε ξαναβλέπω.

Θα της πεις: «Ποιον πρέπει να στείλουν να σε ζητήσει; Τον παπα-Πασκάλε, την αδελφή του ή κάποιον άλλο;». Εάν πει να μη στείλουν κανένα, τόσο το καλύτερο, μα την πίστη μου, τόσο το καλύτερο! Έπειτα θα ενεργήσουμε γρήγορα και αθόρυβα. Δεν είμαστε πια παιδιά.

Βαθυά μέσ' στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα. Μα εσύ στρέψε χαρούμενη ταλόγατά σου τώρα, Σελήνη, στον ωκεανό· κ' εγώ θε να υπομένω όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου. Σ' αφήνω 'γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα, που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.