United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα.

Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε να την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν των απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας να λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην.

Τότε βλέπουν το Τελώνιον και ανοίγει την κασέλαν, και ευθύς βγάζει έξω μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, στολισμένην με ευμορφότατα φορέματα και λέγει της το Τελώνιον· ω ωραιοτάτη μου αγαπητική, που σε άρπαξα από τας αγκάλας του νυμφίου σου την ιδίαν ημέραν των γάμων σου, και σε ηγάπησα πάντοτε με όλην μου την επιθυμίαν, ευχαριστήσου για να κοιμηθώ ολίγον εις τα γόνατά σου, να αναπαυθώ ολίγην ώραν, επειδή διά τούτο ήλθα εις τούτον τον έρημον τόπον.

Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου. Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν αιώνας αποθαμμένη.

Τέτοιος στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της οποίας η ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα αποτελέσματα· αλλά ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε και είδε μετά την πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που να παρακινήση την όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους.

'Σ τ' αστέρια απάνου έφταναν τα κλάματα κ' οι θρήνοι Εδώ χωρίζει ο γέροντας πατέρας το παιδί του, Εκεί ο νηός την ώμορφη την αγαπητική του, Αλλού η μανάδες παίρνουνετους ώμους τα μικρά τους, Κλαίγουν αυταίς το χωρισμό, σκούζουν και τα παιδιά τους Κ' είν' όλοιταις γιορτιάτικαις ντυμένοι φορεσιαίς τους, Λες και σε γάμο 'κίνησαν, λες παν' σε πανηγύρι.

Η νέα αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε τρόπον διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και τώρα την εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της στολίση το πνεύμα της και τα ήθη της.

Να μαφήσης θες; είπεν ο Μανώλης υποκρινόμενος θυμόν και δυσφορίαν διά να μη γελάση. — Όι, να το πης χωρίς να γελάσης! επανέλαβεν ο Σαϊτονικολής. Τότε πλέον ο Μανώλης δεν ηδυνήθη να κρατηθή, αλλ' αμέσως πάλιν έτρεψε τον γέλωτά του εις αγανάκτησιν. — Αγαπητική που δε μαφίνουνε να τήνε δώ, είντα τήνε θέλω;

Τόρα είνε άλαλη· μα σαν θυμώση κουφένεσαι να την ακούς. Και όλο εχαμογέλαε. Εγώ επίμενα. — Ξέρει τραγούδια; — Θάλασσα. — Είνε άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή; — Γαλανή. Και το είπε με τόση πεποίθησι· εστύλωσε τα μάτια του στο κουφό κύμα με τόση τρυφεράδα που επάγωσα. Δεν κυτάζει αγαπητικός με τόσον πόθο την αγαπητική του.