United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή με όλον που με έβλεπεν εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με πολλές άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος αυτής που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ· ολίγον έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να θυσιασθώ όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν ήθελε με κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον πολλά θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον τόσον στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον αυτής, ωσάν και των θησαυρών της.

Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις την ψυχήν της. Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.

Τώρα να δούμε και με τι τρόπο άλλος θεομπαίχτης, ο φίλος του ο Ευσέβιος της Νικομήδειας, εκεί που σύχαζε ο τόπος ύστερ' από τους κανονισμούς της Νίκαιας, κατόρθωσε να τον κάμη του χεριού του τον Αυτοκράτορα, με σκοπό να ξαναφέρη πίσω τον ξορισμένο τον Άρειο.

Λοιπόν καλά, ακολούθα με, Τριστάνε. θα σε βοηθήσω». Ο αυλάρχης έκρυψε στο Λιντάν τον Τριστάνο, τον Γκορνεβάλη, τον Καερδέν και τον ιπποκόμο του, κι' όταν ο Τριστάνος του ιστόρησε λέξι προς λέξι όλες της τελευταίες περιπέτειες του, ο Ντινάς πήγε στο Τινταγκέλ για να μάθη νέα της Αυλής.

Αίθουσα εν τω ανακτόρω του Ληρ. ΚΕΝΤ. Ενόμιζα ότι ο βασιλεύς ευνοούσε τον δούκα της Αλβανίας περισσότερον από τον δούκα της Κορνουάλλης. ΓΛΟΣΤ. Κ' εγώ το επίστευα· αλλ' από την σημερινήν διαίρεσιν του βασιλείου δεν φαίνεται διόλου, εις ποίον από τους δύο δίδει την προτίμησιν. Τους το εμοίρασε εις τρόπον, ώστε δεν ημπορεί κανείς να ειπή τίνος μερίδιον είναι το καλλίτερον.

Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του.

Το μυαλό της φυλής καταξοδεύτηκε στις ταπεινές και ηλίθιες έριδες δευτέρας τάξεως πολιτικών ή τρίτης τάξεως θεολόγων. Έμενε σ' έναν επιστήμονα να μας δείξη το υπέροχο παράδειγμα εκείνης της «γλυκειάς λογικής», για την οποίαν ωμίλησε τόσο σοφά ο Arnold, κι αλλοίμονο! με τόσο ασήμαντον αποτέλεσμα. Ο συγγραφεύς της &Γενέσεως των ειδών& είχε κάπως τη φιλοσοφικήν ιδιοσυγκρασία.

Ο ουρανός άπλονε αστεροφωτισμένη περίσσια την αγκαλιά του, τα βουνά γύρω μαύριζαν ανάμεσα στις αγανές τουλούπες των συγνεφιών ο νυχτερινός αέρας βογκούσε στην πλαγιά της ράχης, φέρνοντας μαζί του το κουδούνισμα κανενός γιδιού, κι η άσπρη λουρίδα του μεγαλόδρομου άσπριζε παρέκει φανταστικά.

Τότε επαρηγορήθη ολίγον η γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς ναούς, διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς διαφόρους συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η πάντοτε εξηγριωμένη εκ της φοβεράς ξενητείας.

Δεν της ήρθε στο νου πως μπορούσε κάτι να μου κρύψη, δε στοχάστηκε πως η αγάπη, άδικα ή όχι, τρομάζει με το παραμικρό· δεν είπε μέσα της, όταν έλαβε το γράμμα· «Θα λυπηθή ή δε θα λυπηθή να του το δώσωΤο διάβασε δίχως να το ξεσκίση, το φύλαξε ως το βράδυ· δεν της είταν αδιάφορο το γράμμα.