Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.

Και δεν τους ήθελαν, όχι μονάχα από φυλετικούς λόγους, παρά επειδή τους βύζαιναν κιόλας οι δικοί μας, κι όχι καθώς ο Τωτίλας, που τους καλόπιανε πάντα και μ' αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε και ξανακυρίεψε Ρώμη, Σικελία, Σαρδινία, Κόρσικα. Μα και στην Κέρκυρα κατέβηκε με τα πλοία του, κι ως τα ελληνικά τα παράλια. Είταν τότες, καθώς θα δούμε, ο Ιουστινιανός χωμένος στα βάσανα ως το λαιμό.

Η γριά, αυτό τουλάχιστον δεν σου το είπε. Τώρα όμως πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Πρέπει να το βγάλεις από το μυαλό της θείας σου αυτό το σαράκι, καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» «Τι μπορώ να κάνω εγώείπε τελικά το Τζατσίντο και σαν να τον ξανακυρίεψε η παλιά του θλίψη. Σκυφτός μες στη σκιά κοίταζε τη γη στα πόδια του και έβλεπε μια μαύρη άβυσσο. «Τι μπορείς να κάνεις; Το ξέρεις, σου το είπα.