United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε θεός, ο οποίος είναι σοφώτατος και θέλει να επιμελήται και ημπορεί, όσα μεν ήτο εύκολον να τα επιμεληθή, διότι είναι μικρά, διόλου δεν τα επιμελείται ως κάποιος αργός ή δειλός και φυγόπονος και μόνον διά τα μεγάλα φροντίζει. Διόλου ας μη δεχθώμεν αυτήν την γνώμην περί των θεών, καλέ Ξένε. Διότι απολύτως ούτε ευσεβής ούτε ορθή θα ήτο αυτή η σκέψις.

Διότι αυτός, εάν τότε δεν τον εκυρίευε ο τρόμος, δεν ήτο δυνατόν να συνασπισθή και να αμυνθή ούτε να υπερασπίση τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και όλους τους ιδικούς του και συγχρόνως και φίλους, καθώς εβοήθησε τότε, αλλά θα εχωριζόμεθα εις μικρά τμήματα όλοι μας και θα εσκορπιζόμεθα άλλος εδώ και άλλος εκεί. Πολύ ορθά ωμίλησες, Ξένε μου, και καθώς αρμόζει εις σε και εις την πατρίδα σου.

Διόλου μάλιστα, ξένε μου. Τουλάχιστον ημπορείτε να ειπήτε ότι έχετε προθυμίαν να το εννοήσετε αυτό ποίον είναι και πού έγκειται; Πού εννοείς δηλαδή; Δηλαδή, όταν είπαμεν ότι υπάρχουν τέσσαρα είδη της αρετής, είναι βεβαίως φανερόν ότι πρέπει να εξετάσωμεν και έκαστον χωριστά, αφού είναι τέσσαρα. Αμέ πώς;

Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει, Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει. Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο; Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60 Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω, Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο, Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω, Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.

Άλλως τε ως προς τας ανθρωπίνους ανάγκας τας οποίας έχουν υπ' όψει των οι περισσότεροι, όταν λέγουν αυτήν την παροιμίαν, αυτός ο λόγος είναι ο ανοητότερος από όλους. Τότε λοιπόν, καλέ Ξένε, αι ανάγκαι των μαθημάτων, αν δεν είναι τοιαύται αλλά θείαι, ποίου είδους είναι;

Δηλαδή αντιθέτως από την συνήθειαν, και πάλιν συμφώνως με την συνήθειαν που επικρατεί διά τους δούλους πρόκειται να ομιλήσωμεν. Πώς το εννοούμεν αυτό πάλιν, καλέ Ξένε; Διότι ημείς δεν ενοήσαμεν ακόμη αυτό που λέγεις. Και πολύ ορθά βεβαίως, φίλε Μέγιλλε.

Τι φοβερόν λόγον μας είπες, καλέ Ξένε, και πόσην καταστροφήν των νέων και δημοσίως διά τας πόλεις και ατομικώς διά τας οικογενείας των! Λέγεις βεβαίως την αλήθειαν, φίλε Κλεινία.

Διά ποία λοιπόν μας παρακινείς; Όσα ωρίζαμεν με τας τρεις λέξεις. Δηλαδή κάπου ελέγαμεν το φαγητόν και δεύτερον το ποτόν, και τρίτον κάποιαν μανίαν των αφροδισιακών ηδονών. Εντελώς, φίλε Ξένε, θα έχωμεν εις τον νουν μας αυτά που μας παρακινείς τόρα. Πολύ καλά.

Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480

Διότι ημείς τόρα δεν σκεπτόμεθα διά την κοσμιότητα και την ακοσμίαν των λέξεων συμφώνως με την γλώσσαν του λαού, αλλά διά την ορθότητα και τα σφάλματα των νόμων, ποία είναι αυτά εκ φύσεως. Πολύ ορθά ομιλείς, καλέ Ξένε. Πραγματικώς ορθά, καθ' όσον και εις εμέ φαίνεται αυτήν την φοράν. Ας ιδούμεν λοιπόν και το εξής.