United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κι αν είχαν τη δύναμη και τη θέληση να της προσφέρουν ταθάνατο βοτάνι που ανεσταίνει τα έθνη, πάλι τα όργια τους θα την ξανακύλιζαν αποκαμωμένη, κι ανίκανη να σταθή καθώς άλλοτε παντοδύναμη, λαμπρή, και πεντάμορφη. Ο Πομπώνιος, που κι Αττικός ονομάστηκε, με βοήθειες σταλήθεια βασιλικές παρηγόρησε τη ρημαγμένη την Αθήνα ύστερ' από την τρομερή της καταστροφή.

Ανάμικτα δάκρυα και καγχασμοί· μορφασμοί και μειδιάματα· όργια και προσευχαί. Είδον τον ουρανόν θεράποντα του νικητού, και τύραννον διά τον ηττημένον. Είδον την Αλήθειαν ψυχορραγούσαν και στενάζουσαν, χωρίς ουδείς να τείνη χείρα προς αυτήν βοηθείας. Μου είχες είπη, Διδάσκαλε, ότι ο Νεύτων από έν σάπιον μήλον, ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον.

Είχαν όμως και τραγικώτερα τέλη οι πλατωνικές εκείνες αγάπες. Ήρθαν και τα όργια κατόπι, που την γκρεμήσανε την Ελλάδα κι από τα πριν πιο βαθύτερα. Ήρθαν οι πολέμοι του Καίσαρα και του Πομπήιου. Φυσικό είτανε να ελπίζη, ο Πομπήιος βοήθεια από τους Έλληνες, φυσικώτερο κ' οι Έλληνες να πάνε μαζί του.

Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου, τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει, που εδώ μου ψέλνεις ορισμούς του Δία ν' αστοχήσω 235 και κάλια θες εγώ πουλιά κι' αητούς μ' οργιά φτερούγες ν' ακούσω... που δεν τους ψηφάω, στο νου μου δεν τους βάνω, θένε δεξά ας πηγαίνουνε όθε ανατέλνει ο ήλιος, θένε ζερβά, κατάισα κατά τη μάβρη δύση. 240 Εμείς τη γνώμη του Διός ν' ακούμε πρέπει, π' όλους ορίζει αθρώπους και θεούς.

Μετά το εγκώμιον του Σωκράτους υπό του Αλκιβιάδου εισελαύνει όμιλος κωμαστών και η μέχρι της στιγμής εκείνης κρατήσασα εις το συμπόσιον τάξις και ευκοσμία πνίγεται μέσα εις όργια μέθης, υπό τους ατμούς της οποίας οι συμπόται υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον και ή ανεχώρησαν πλέον ή απεκοιμήθησαν.

ΛΥΚ. Άτοπα πράγματα ζητείς, Φίλων, όταν με παρακαλής να καταστήσω γνωστά εις τους πολλούς και να διηγηθώ πράγματα τα οποία έγιναν εν καιρώ μέθης, ενώ πρέπει να τα θάψωμεν εις την λήθην και να τα θεωρήσωμεν ως έργα του θεού Διονύσου, ο οποίος, ως γνωρίζεις, και εις τους φρονιμωτέρους επιβάλλει τα όργιά του.

Ο Βινίκιος εξέσπασεν: — Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι! — Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε! — Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και τας κακουργίας σας!

Ησθάνετο προς τα όργια εκείνα αποστροφήν και αηδίαν. Η αισχύνη τον έπνιγεν· εχρειάζετο αήρ εις το στήθος του. Εδοκίμασε να προχωρήση ολίγα βήματα και είδε να ορθούται ενώπιόν του γυναικεία βαθύπεπλος μορφή. Δύο χείρες έψαυσαν τους ώμους του και διάπυρος φωνή εψιθύρισε: — Σε αγαπώ!. . Έλα! Κανείς δεν θα μας ιδή· σπεύσε. Ο Βινίκιος εξύπνησεν ως εξ ονείρου. — Ποία είσαι;

ΑΝΤΩΝ. Ένα διάστημα, που κάθε του οργιά, σου φαίνεται, φωνάζει. «πώς θα μας ξαναμετρήση τούτ' η Κλάριβελ για να γυρίση στη Νεάπολη;» — Μείνε στο Τούνεζι, και ας μην κοιμάται ο Σεβαστιανός! Υπόθεσε ότι είναι θάνατος αυτό, που τους άδραξε τώρα· αυτοί δεν ήθελ' ευρίσκονται χειρότερα απ' ό,τι είναι.

Γιατί όπιος τάχατε έχοντας καλά άλογα κι' αμάξια θαρρέβει, και συχνά άσκοπα ζερβά δεξά αλαργέβει, 320 σαστίζουν τότες τ' άλογα και βασταγμό δεν έχουν· μα πες τραβάς πιο οκνά άλογα, μα τη δουλιά κατέχεις, πάντα στην άκρη ίσα τηράς, ως που να φτάσει η ώρα να δώκεις δρόμο και κοντά να στρίψεις δίχως λάθος. 324 Ξάστερη η άκρη, θα σ' την πω και δε γελιέσαι, μα άκου. 326 Όξω απ' το χώρα ως μιαν οργιά στέκει ξερό 'να ξύλο, πέφκο ή οξά π' από βροχή σαπίλα δε γνωρίζουν· ζερβόδεξα το συγκρατούν διο πέτρες ασπρισμένες στο σταυροδρόμι, κι' ομαλό πάει γύρω αμαξοστράτι· 330 καν σύνορο τις έστησαν καν μνήμα οι πριν αθρώποι.