United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν οι φίλοι τού διηγούνται το φοβερόν όραμα, ο Αμλέτος δεν παραδίδεται εμπαθώς και απερισκέπτως εις την πρώτην εντύπωσιν, αλλά κύριος του εαυτού του με πολλήν σύνεσιν και υπομονήν υποβάλλει εις λεπτομερή εξέτασιν την αντίληψίν των και άμα πείθεται ότι το μυστηριώδες εκείνο φαινόμενον δεν ήταν πλάνη της φαντασίας των αλλά πραγματικόν, αμέσως υπακούει εις την φωνήν του καθήκοντος, όπου του επιβάλλει να αντιμετωπίση, και με κίνδυνον της ζωής του υπερφυσικήν εμφάνισιν, από την οποίαν αυτός περιμένει κάποιαν φοβεράν αποκάλυψιν· ανυπομόνως προσβλέπει εις την στιγμήν οπού θ' απαντηθή με το Πνεύμα του πατρός του· η υπόνοιά του έγινε δι' αυτόν βεβαιότης και ήδη έχει την πεποίθησιν ότι

Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω.

Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει·Έχε τον νουν σου, συ! Μη μας το στρήψη από κάτ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωσι! . . . Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε; — Τι κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.

Αύτη δε, απησχολημένη όλην σχεδόν την ημέραν, μόλις τον έβλεπε μακρόθεν φαινόμενον, και δεν προσείχεν εις αυτόν. Υπόνοιά τις την εβασάνιζεν εν τούτοις. Αλλ' ημέρα τη ημέρα εξηλείφετο και η εντύπωσις του ονείρου εκείνου, διότι όνειρον πρέπει να ήτο. Η Αϊμά εις ουδένα είπε τι περί της εμφανίσεως της παραδόξου γυναικός.

Από του εγγάμου βίου της τόρα μόνον ηννόει ότι συνήρχετο εις εαυτήν και ανέζη. Αλλ' από τινων ήδη ημερών υπόνοιά τις εγεννήθη εντός αυτής· η ζωή εκείνη την ετρόμαζεν.

Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση. Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του.

Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της. — Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών. — Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος. Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα.

Επειδή δε οι άνθρωποι τότε ήσαν θεοσεβέστεροι των σημερινών και επομένως λίαν δεισιδαίμονες, η ευσεβής των αύτη υπόνοια ανεκλαδώθη βαθμηδόν εις γενικήν πεποίθησιν, το άκουσμα διεδόθη εις τα περίχωρα, και εκ των περιχώρων εις όλην την Ελλάδα, τα δε ανάκτορα του πατρός της Ψυχής, όσον μεγάλα και αν ήσανκαι δεν ήσαν πολύ μεγάλα, — δεν εχώρουν μετ' ολίγον τους λάτρεις της νεοφανούς θεάς, οίτινες αθρόοι προσέτρεχον πανταχόθεν, ίνα θύσωσιν, ουχί πλέον εις τους βωμούς της αοράτου θεάς, άλλα προ των ποδών της καλλιβλεφάρου ενσαρκώσεώς της.