United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ είμαι, φίλε, λέγει ο Αυτοκράτωρ προς τον χωρικόν, ο χθεσινός σου ξένος. Σε υπεσχέθην ανάδοχον, και ιδού εκπληρώ την υπόσχεσίν μου.

Να μαζώξης τα λόγια σου, είπεν οργίλως ο Θευδάς. — Ο διάβολε! και τι σου χρεωστούσα να με γελάσης μες τα μάτια; — Εγώ σε γέλασα; — Δεν μου υποσχέθηκες να πας; — Δεν σου το υπεσχέθην επισήμως, είπεν ο γεννάδας. — Και τι θα πη &επισήμως&; Δεν καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, να σε χαρώ. — Σαν δεν καταλαβαίνης, κατάλαβε, είπεν ο Θευδάς. — Μη χειρότερα. — Δεν θα τα πης του αφέντη μου αυτά που μου είπες;

Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου: — Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!

Ως είδον λοιπόν που ο βασιλεύς εζητούσε ταύτην την πρεσβείαν παρ' εμού καθ' όλους τους τρόπους, του υπεσχέθην προθύμως να υπακούσω εις την προσταγήν του, και ήμουν έτοιμος να την ενεργήσω χωρίς αναβολήν καιρού. Ο βασιλεύς διά την υποταγήν και προθυμίαν μου, πεπληρωμένος όλος χαράς, επρόσταξεν εν τω άμα τον θησαυροφύλακά του να μου μετρήοη τρεις χιλιάδες χρυσά φλωρία διά τα έξοδα του ταξειδιού.

Εγώ, λαμβάνοντας την επιστολήν και το δώρον, του υπεσχέθην να ενεργήσω κατά την προσταγήν του και προσκυνώντάς τον ανεχώρησα.

Αλλ' επειδή το πράγμα ετράβα εις μάκρος και ο γέρων έζη περισσότερον από τον Τιθωνόν, ευρήκα ένα σύντομον δρόμον διά να φθάσω εις την κληρονομίαν• επρομηθεύθηκα δηλητήριον και έπεισα τον οινοχόον, μόλις ζητήση ο Πτοιόδωρος να πιήπίνει δε αρκετά και άκρατοννα ρίψη εις το ποτήρι το φάρμακον, το οποίον να έχη ήδη έτοιμον• και εις αμοιβήν του υπεσχέθην με όρκον να του δώσω την ελευθερίαν του.

Μα τον Πολυδεύκην! είπε, το ένα βρωμά και το άλλο μυρίζει: Ας μου δώση κάποιος ολίγον αναψυκτικόν! θα λιποθυμήσω! Έπειτα, στραφείς προς τον Καίσαρα: — Τους υπεσχέθην σίτον, έλαιον, αγώνας και ελευθέραν είσοδον εις τους κήπους. Σε λατρεύουν και πάλιν και αλαλάζουν προς τιμήν σου με τα σκασμένα χείλη των. Αθάνατοι θεοί, πόσον δυσάρεστον οσμήν έχει ο όχλος αυτός!

Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του πρώτου μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα, ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του παραθύρου μου, και ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών, αδελφή μου, είνε ο εφετεινός!

Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν την πλάνην του. Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον Χίλωνα: — Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον ακόμη.

Υπεσχέθην όμως ότι ευθύς ως τελειώσω τας εισαγωγικάς ενεργείας παρά ταις αρμοδίαις αρχαίς προς αναζήτησιν του φονεύσαντος τον αδελφόν μας, θα τους επισκέπτωμαι επί μακρόν και καθ' εκάστην εν τω οίκω των. Η εργασία αύτη δεν εχρειάσθη πολύν χρόνον.