United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φουστανέλα ολόλεφκη σεμνά τη λυγερή του μέση θα συσφίγκη. Λεβέντικη φλοκάτα τις διάπλατές του πλάτες θα σκεπάζη. Θα λαλή. Χρυσάφια νάματα θα ρέη το μαγικό του στόμα. Θα ψάλη. Δε θάχη συνηθισμένον τόνο το τραγούδι του. Κοινόν ήχο η φωνή του δε θάχη. Ροδόσταμα πεντάγλυκο το τραγούδι του θα ρέη. Θα χύνεται αγγέλου μελωδία η φωνή του. Θάνε αηδονολάλημα ουράνιο. Τρισάγια θάνε μουσική.

Είθε σ’ εμέ να είναι γραφτό οι λόγοι μου και τα έργα μου αγνά, σεμνά να είναι ότι, για τούτα, υπάρχουνε νόμοι υψηλοί και υπέρτατοι, που στον αιθέρα εγέννησε πατέρας τους ο Όλυμπος. Απ’ τους θνητούς δεν έγειναν, δεν τους αποκοιμά η Λήθη Μεγάλη όσο και αγέραστη μέσα τους κατοικεί θεότης. Αντιστροφή α΄

Οι άνδρες με τα καλλίτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέραν ζώναι χρυσαί, ζώναι μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια, πολύτιμοι ρωσσικαί γούναι, υποδήματα υψηλά του Ταϊγανίου. Τα παιδιά στολισμένα, σεμνά, αθώα, ησύχια, διά της σιωπής των δεικνύοντα το έν προς το άλλο το νέον του φόρεμα, εν υπερηφανία.

Και αν δεν υπήρχον οι κυκλικοί αυληταί και οι άδοντες σεμνά άσματα εν συνοδεία κιθάρας, υπάρχει η σοβαρά τραγωδία και η ευθυμοτάτη κωμωδία, αι οποίαι και εις τους αγώνας έχουν εισαχθή. Πρέπει να κάμης μακράν απολογίαν προς τους πεπαιδευμένους, εάν θέλης να μη σε αποκηρύξουν και σε εκδιώξουν εκ του ομίλου των σπουδαίων ανθρώπων.

Είνε μία κυρία . . . κάπως . . . δηλαδή . . . πώς να σου ειπώ . . . — Εννόησα. Περίεργον να ήνε τόσον σεμνά ενδυμένη. Εγώ θα εξελάμβανα ως τοιαύτην εκείνην εκεί, η οποία περιπατεί δεξιά εις το πεζοδρόμιον. — Αυτή; είνε κυρία πολύ καθώς πρέπει. — Και διατί ενδύεται έτσι; — Είνε συρμός, φαίνεται. — Ο συρμός είνε πολλών ειδών, αγαπητέ· αλλ' αι κυρίαι σας, βλέπω, δεν εκλέγουν τον καλλίτερον.

Ο Κουμπής το εστοχάσθη. Εκύτταξε καλά, το ίδιον στήθος και τον κορμόν και τας χείρας του, και το ανεκάλυψεν. Εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κ' έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα. Αι δύο γυναίκες είχον ενδυθή. Εφόρεσαν η παλαιά Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της, κ' η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στον γάμον της, κ' ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι, διά την εκκλησίαν.

Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες. Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα. — Εσένα... εξηκολούθει η Γερακούλα... — Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα και ξανθοτέρα. — Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω γιατρό! — Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.

Φροντίζουν και ομιλούν διά τόσα και τόσα και μόνον περί του Χάρονος δεν γίνεται λόγος. ΛΥΚΙΝΟΣ. Ότι είσαι ποιητής άριστος, Ησίοδε, και ότι το χάρισμα τούτο έλαβες παρά των Μουσών μετά της δάφνης, και συ το αποδεικνύεις διά των ποιημάτων σουδιότι όλα είνε ένθεα και σεμνάκαι ημείς το πιστεύομεν.

Και ήτο αληθινά αξιαγάπητος η κυρά Λιμπέριαινα, μία γυναίκα φιλάσθενος, κοντή και ξηραγγιανή, μία γερόντισσα, να είπωμεν, πλέον, οπού επέρασε την ζωήν της πολύ σεμνά και πολύ ταπεινά, χωρίς να ενοχλήση εις το παραμικρόν ποτέ τον άλλον.