United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε με είδεν, ηγέρθη, έντρομος, ίνα φύγη, αλλά δι' ελαφρού νεύματος προσεκάλεσα εαυτόν να εισέλθη. Ανασκιρτήσας τότε δι' ενός πηδήματος ευρέθη προ εμού γονυπετής, αλλ' ούτε να με εγγίση ούτε λέξιν να προφέρη, ούτε τους οφθαλμούς να σηκώση ετόλμα ο δυστυχής νεανίας.

Η Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν της Σεμίρας υπό το πίπουλον, επλησίαζεν ακροποδητί, με την ελπίδα να την καταφθάση κοιμωμένην αλλά καθ' ην ακριβώς στιγμην υψώνετο το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα δι' ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι.

Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του.

Θεέ, γιατί του πέρασε αυτή η σκέψις; Ενώνει τα πόδια, μετράει την απόστασι, πηδάει, και ξαναπέφτει στο κρεββάτι του Βασιληά. Αλλοίμονο! την προηγουμένη, στο δάσος, ένα μεγάλο αγριογούρουνο τον είχε χτυπήσει στη γάμπα με το δόντι του, και, για τη δυστυχία του, η πληγή δεν ήταν δεμένη. Στο τάνημα του πηδήματος, άνοιξε κι' άρχισε να τρέχη.

Ο πυρακτωμένος κονιορτός έκαιεν ως θερμή στάκτη τας πτέρνας των ποδών μας, ενώ ετύφλωνε τους οφθαλμούς μας των λευκών βράχων η ακτινοβολία. Παντός είδους μύγαι εβόμβουν περί την κεφαλήν μας και αι ακρίδες επερίμεναν σχεδόν να τας πατήσωμεν, διά να τιναχθώσι δι' ενός πηδήματος εις μακράν απόστασιν, ανοίγουσαι ως ριπίδιον τα κόκκινα ή γαλανά των πτερά.

Ο λαγός φροντίζει, είνε αληθές, ν' αποπλανήση τους διώκτας του και όταν φθάση εις το μέρος οπού θέλει να κρυφθή διακόπτει τα ίχνη του διά μεγάλου πηδήματος και κρύπτεται υπό ένα θάμνον, όπου το χιόνι τον σκεπάζει σχεδόν καθ' ολοκληρίαν. Αλλ' αν κρύπτη το σώμα του, δεν κατορθώνει όμως να κρύψη και την πνοήν του, η οποία αναδίδεται από το χιόνι ως ελαφρός καπνός.

Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματός μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης.

Ήτο αρά γε αύτη η ζώσα Ροβένα; ήτο πράγματι αύτη; η ξανθή και κυανόφθαλμος Ροβένα; Αλλά διατί, ναι, διατί ν' αμφιβάλλω περί τούτου; το στόμα, το οποίον ακόμη συνέσφιγγεν η νεκρική ταινία, πώς ήτο δυνατόν να μη ήτο το στόμα της; και αι παρειαί της, ναι, ήσαν ακριβώς αι ρόδιναι παρειαί της· και ο πώγων με τους λακκίσκους; Αλλ' είχε λοιπόν το ανάστημά της αναπτυχθή κατά την διάρκειαν της νόσου της; Επί τη σκέψει ταύτη κατεκυριεύθην πάραυτα υπό απεριγράπτου παραφοράς, και δι' ενός πηδήματος ευρέθην έμπροσθεν της, εκείνη όμως ωπισθοχώρησε, μόλις την επλησίασα, και αποκαλύψασα την κεφαλήν της από του σαβάνου αφήκε να καταπέση ατάκτως μακρά και άφθονος κόμη, κόμη μελανωτέρα της ως το πτέρωμα του κόρακος μαύρης του μεσονυκτίου ώρας.

Είδε, από τα επεισόδια της φωτιάς, του πηδήματος από την εκκλησιά, της ενέδρας κατά των λεπρών, ότι ο Θεός μας είχε πάρει στην προστασία του. Θυμήθηκε τότε το παιδί που, παληά, έπαιζε την άρπα στα πόδια του, και τη χώρα του Λοοννουά που για χάρι του εγκατέλειψα, και τη λόγχη του Μόρχολτ, και το αίμα που έχυσα για την τιμή του.