United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης. Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό.

Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς πλούσιου που χάνοντας το είναι του χάνει και το νου του, κ' έπειτα πηγαίνει και μετράει στακρογιάλι χαλίκια, θαρρώντας τα πως είναι τάλλαρα.

Θεέ, γιατί του πέρασε αυτή η σκέψις; Ενώνει τα πόδια, μετράει την απόστασι, πηδάει, και ξαναπέφτει στο κρεββάτι του Βασιληά. Αλλοίμονο! την προηγουμένη, στο δάσος, ένα μεγάλο αγριογούρουνο τον είχε χτυπήσει στη γάμπα με το δόντι του, και, για τη δυστυχία του, η πληγή δεν ήταν δεμένη. Στο τάνημα του πηδήματος, άνοιξε κι' άρχισε να τρέχη.

Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση, Και δεν ευρέθηκε άνθρωπος σε ταύτη να ζυγόση. Κι' εκεί που διαλογίζεται, στο νου της αποράει, Με καταισχύνη κι' εντροπή, το τι έπαθε μετράει. Της φανερόνεται ομπροστά το Ψέμα στολισμένο από πετράδια λογιαστά, και τα χρυσά ντυμένο· Πλαστή ήταν όλη η φορεσιά, κι' από γιαλιά γιομάτη, Ωστόσο εφάνταζε πολύ, κι' εγέλασε το μάτι.

Όσο και να δυστυχάη Όποτε άνθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση Τα δεινά του να ξεχάση. Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκάλβος σέρει το ζυγό του Με τους φόβους του μαζί.

Όσο και να δυστυχάη, Όποτε άθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη 895 Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση, Τα δεινά του να ξεχάση. 900 Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκλάβος σέρει το ζυγό του 905 Με τους φόβους του μαζί.

Κι' εκεί που διαλογίζεται, στο νου της αποράει, Με καταισκύνη κι εντροπή, το τι έπαθε μετράει. 60 Της φανερόνεται ομπροστά το Ψέμα στολισμένο Από πετράδια λογιαστά, και στα χρυσά ντυμένο· Πλαστή ήταν όλη η φορεσιά, κι' από γιαλιά γιομάτη, Ωστόσο εφάνταζε πολύ, κι' εγέλαε το μάτι.