United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμιά φορά, ξαφνικά ο Ψυχομάνης αγριέβει· ρίχνει το χέρι μορμή, του κόβει το σελάχι από τη μέση του άμοιρου Καναβιού. Απόμεινε αφτός στην άκρη αποσβολωμένος απ τη ντροπή του. — Να, του λέει, κ' εγώ σα δεν έχης! Αποτραβήχθη με το σελάχι στα χέρι αλλαξοπρόσωπος.

Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.

Του παίρνει και το σελάχι από τα χέρια και τόδοσε πάλι στον άμοιρον Καναβιό, οπεστεκόταν στην άκρη αποσβολωμένος. Ο Κυρ-Λοχίας, — Μπαλατσό τόνε λέγαν, αλήθεια, — έσπρωξε τον Καναβιό με τα παλιοτσάβαλά του καταόξω. Βγήκε κι αφτός. Βγήκε κι ο Επιστάτης αποπίσω. Σαν βγήκαν κ' οι τρεις, ξανάτριξαν τα βαριά κλειδιά, ξανάκλεισε η πόρτα. Πήγε κι ο Σκοπός στη σκοπιά του.

Ακούς είντα σου λέω; Ο Μανώλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, οπού, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος: — Κι' ο κύρης σου, άνε μάθη πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανή.

Τας τελευταίας λέξεις επρόφερεν ο γέρων πολύ ξηρά. Ο Λιάκος ανεχώρησεν αποσβολωμένος. Δεν ήτο άρνησις καθ' εαυτό, αλλά βεβαίως συγκατάθεσις δεν ήτο η ζητηθείσα αναβολή. Το δε χειρότερον ήτο το ύφος, ο τρόπος του Κ. Μητροφάνους.

Μωρέ μούτρα και μπαίνουν με τσ' ανθρώπους! Ου! να μου χαθής! Και με ταχείαν κίνησιν του έστρεψε τα νώτα και εκλείσθη εις το σπίτι, ο δε Μανώλης έμεινεν αποσβολωμένος εις τον δρόμον. Τόσον βεβαίας ελπίδας είχεν εις την εντύπωσιν της ποδιάς, ώστε η αγανάκτησίς του υπήρξε μεγάλη. Θαπηλπίζετο δε εντελώς, αν δεν ενεθάρρυνε την επιμονήν του με τους πειστικούς και διερεθιστικούς της λόγους η χήρα.