United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα. Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο είς χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα. Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.

Ο διδάσκαλος επέστρεψε βραδυπατών και υβρίζων πάντοτε εις την καθέδραν του· αλλ' ο Αλέξανδρος δεν ήτο εξ εκείνων, τους οποίους καταβάλλει επί μακρόν η δριμεία συναίσθησις ενός ραπίσματος. Μετ' ολίγα μόλις λεπτά έκυπτε πάλιν ενώπιόν του, απαθής μεν κατά το φαινόμενον, αλλά συντόνως ασχολών τας χείρας του υπό το θρανίον.

Έβλεπεν από τον λαιμόν και την οσφύν, όλον το λυγηρόν της ανάστημα, το οποίον έκυπτε και ανεγείρετο με τόσην ελαστικότητα. Παρεμόνευε τους ελιγμούς των κινήσεών της, και η αναπνοή του ολονέν εδυνάμωνεν. Οι οφθαλμοί του εξέπεμπον φλόγας. Η Ηρωδιάς τον παρετήρει. Ο Τετράρχης ηρώτησε. — Ποία είνε αυτή; Εκείνη απήντησεν ότι δεν την εγνώριζεν διόλου, και κατευνασθείσα αιφνιδίως έφυγεν.

Ούτος επλησίασε μετά προφυλάξεως προς τους δύο κοιμωμένους, και έμεινεν επί πολύ όρθιος, παρατηρών την Αϊμάν, ήτις έκυπτε την κεφαλήν επί των γονάτων, και οι καστανοί πλόκαμοι της κόμης αυτής, διχή σχιζόμενοι όπισθεν της κεφαλής, άφηνον να φαίνεται ο ωχρός και στρογγύλος τράχηλος αυτής. Είτα ο ξένος με το αυτό ελαφρόν βήμα εστράφη προς το μέρος όπου ίσταντο τα αγάλματα.

Καθώς έκυπτε προς αυτόν, ούτος ησθάνθη την θερμότητα του σώματός της, τα κύματα της κόμης της του έκαυσαν το στήθος και εκείνος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως· αλλ' εν τη ταραχή και τη παραφορά του πάθους ενόει επίσης ότι ουδεμία κεφαλή εις τον κόσμον τω ήτο τόσον προσφιλής και ότι όλος ο κόσμος ήτο μηδέν δι' αυτόν. Άλλοτε ωρέγετο την Λίγειαν, τώρα την ηγάπα εξ όλης της καρδίας του.

Ο Γιάννος είχεν εξέλθει και τόρα νικητής εκ της πάλης, η αθωότης του είχε θριαμβεύσει αλλ' έκυπτε την κεφαλήν περίλυπος εις το στήθος. Εις το πρόσωπον εκείνης, την οποίαν αυτός εθεώρει μητέρα κ' εγνώρισεν ως μητέρα, έβλεπε την εξαχρείωσιν και την αληθινήν του κόσμου κατάστασιν.

Αλλ' όμως παρετήρει ότι ο φίλος του, αντί να τον βλέπη ομιλούντα, είχε τα βλέμματα διαρκώς εστραμμένα προς τον δρόμον, συχνάκις δε κλίνων το σώμα έκυπτε διά να ίδη έτι μακρύτερα την από το Μάνα κάμπτουσαν οδόν.

Τ' άια , την μεγάλην είσοδον των τιμίων Δώρωνουδέποτε ηυτύχησε να ίδη από εκεί όπου ίστατο. Μόνον βλέπουσα να κύπτουν αι έμπροσθέν της ιστάμεναι γυναίκες έκυπτε και αυτή λέγουσα με τον νουν της: περνούν τα άια, μνήσθητί μου Κύριε! Ενίοτε μάλιστα και ηπατάτο.

Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. — «Ανθρώπους και κτήνηεψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.

Η Αϊμά εφυλάττετο να ομιλήση, και ο συνοδεύων αυτήν ουδέν ετόλμα να υποψιθυρίση. Ότε έφθασαν εις το ύπαιθρον, αν και η νυξ ήτο ζοφερωτάτη και πυκνά νέφη εσκότιζαν το στερέωμα, ο καλούμενος Μάχτος έκυπτε τόσον το πρόσωπον προς την γην, ώστε η Αϊμά δεν ηδύνατο να διακρίνη τους χαρακτήρας του προσώπου του. Η νέα εκράτει σφιγκτώς τον βραχίονά του, εκείνος δε δεν έστρεφε προς αυτήν το πρόσωπον.