United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έννοιωσ' ότ' είχε την ευχή ταρματωλού μαζί του Και ξεσυγνέφιασε με μιας η θολερή ψυχή του. Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τάρματά του Ο γέροντάς του νηστικός ότ' έστεκε σιμά του. Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει Πέρνει ένα κρίθινο ψωμίτη μέση το χωρίζει Και τη μια σφήνα από ταις δυο τη δίνειτο κεφάλι Κι' αυτός κρατεί την άλλη.

ΑΡΙΕΛ. Ευχαριστώ σε, Κύριε. ΠΡΟΣΠ. Γόγγυζε ακόμη, και σχίζω ένα ιδρύ, και σε μπήχνω σφήνα στα καμπωτερά του σπλάχνα, να βοάς εκεί μέσα δώδεκα χειμώνες. ΑΡΙΕΛ. Συγχώρησέ με, Κύριε. Θέλει προσέχω εις την προσταγή· και το πνευματικό μου έργο θέλει το κάνω ήμερα. ΠΡΟΣΠ. Έτσι κάμε, και πάνω σε δύο ημέραις σε απολύω. ΑΡΙΕΛ. Ιδού ο αγαθός Κύριος μου! Τι έχω να κάμω; λέγε τι; τι έχω να κάμω;

Όχι να περάση μα ούτε να ιδή μπορούσε τώρα ο Χαγάνος. Έδωκεπήρε με το κιάλι και τέλος το πέταξε στα μούτρα του δούλου του. Ο θυμός έβραζε στα στήθη του. Πίσω από τα κυπαρίσσια ο Θεομίσητος έκανε φοβερή δουλειά. Ισοτράφισε τα σύνορα· φύτεψε αμπέλι, έσπειρε σιτάρι, έχτισε λινό κ' επλακόστρωσε αλώνια σαν καλός νοικοκύρης. Σφήνα εμπήκε κ' ήθελε να χωρίση στα δυο τ' αρχοντικό.

ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν έχω, ειπέ μου, τώρα χρέοςτου βασιλέως μου τον άτιμον φονέα, τον μοιχόν της μητρός μου, αυτόν 'πού εχώθη σφήνα της εκλογής και των ελπίδων μουτην μέσην, αυτόν, οπού τ' ορμίδι του έχει ρίξη ακόμη με τόσον δόλον να ψαρεύση την ζωήν μου, — μήπως δεν το απαιτεί συνείδησις δικαία εγώ μ' αυτό το χέρι να τον τιμωρήσω; και δεν κολάζομαι αν αφήσω τον καρκίνον τούτον της φύσεώς μας να γεννήση και άλλην καταστροφήν;

Τι σφήνα ; Μαχαιριά ήταν μέσα στο κορμί του. Έκατσε στο σοφά ο Χαγάνος, έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κ' έπεσε σε φοβερούς στοχασμούς. Τέτοιο πράμα δεν το πάθανε ποτέ οι δικοί του· ούτε κι ο ίδιος το περίμενε. Δεν ήταν τόλμη· ήταν ξαδιαντροπιά. Αποδώ λοιπόν ερχόταν ο κίντυνος κι όχι από τους αρχαιολόγους! — Σύρε να μου φέρης το Θεομίσητο· επρόσταξε άγρια το δούλο του.

Τον εθέριζε άγρια πείνα Και δεν έχει άλλο ψωμί... 'Σ το σακκί του μέν' η σφήνα Τ' Αστραπόγιανου ξερή. 'Σ ταχαμνά τα δάχτυλά του Την επήρε μια φορά.. Θολωμέν' είν' η ματιά του Και τα χείλη του ανοιχτά. Όλος έτρεμε... 'ς το στόμα Την εζύγωσε σκιαχτά... Δεν αμάρτησε, όχι, ακόμα... Αναστέναξε βαρειά. Με μιας τώφυγ' ένα δάκρυ, Την εφίλησε γλυκά, Καιτον κόρφο σε μιαν άκρη Την εγώνιασε βαθειά.