United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κολοκοτρώνης κάθονταντο κόρμοβοτη ράχη, Και με το κιάλι αγνάντευε της Πάτρας τα μπουγάζια. Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος εγεννήθη εν τη αυτή του πολυμηχάνου του Τρωικού πολέμου Οδυσσέως πατρίδι, εν Ιθάκη κατά το 1790 έτος. Εγεννήθη χωρικός εις τα πέριξ της Αμφίσσης και εμαθήτευσεν εις τας συμμορίας του Πανουριά.

Εκείνος προσκύνησε, σύναξε από χάμου το κιάλι και τα κομμάτια του και χάθηκε. Ο Χαγάνος έμεινε κατάμονος απάνου στο σοφά, βράζοντας από το κακό του Το άγριο αίμα των προγόνων του άναψε και του έπηζε τη σκέψη και τη συνείδηση. Ήθελε να παιδέψη τον Πέτρο το Θεομίσητο· και να τον παιδέψη αλύπητα. Ο Χαγάνος πήδησε από τη θέση του άξαφνα σα να πάτησε φίδι. Αγνάντεψε τον ίδιον το δουλευτή.

Κ' ηθέλησε να στείλη γρήγορα στον Αριστόδημο, μήπως προφτάση και μποδίση την καταστροφή. Ο δούλος στεκότανε πίσω από τον αφέντη του, έτοιμος να γκρεμοτσακίση και να γκρεμοτσακιστή στην προσταγή του. — Φέρε μου πρώτα το κιάλι· είπε ο Χαγάνος χωρίς να τον ιδή. Είπεξείπε ήρθε το κιάλι στο χέρι του. Το άρμοσε στα μάτια, κύτταξε καλά ζερβόδεξα· το κατέβασε. Θυμός ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του.

Όχι να περάση μα ούτε να ιδή μπορούσε τώρα ο Χαγάνος. Έδωκεπήρε με το κιάλι και τέλος το πέταξε στα μούτρα του δούλου του. Ο θυμός έβραζε στα στήθη του. Πίσω από τα κυπαρίσσια ο Θεομίσητος έκανε φοβερή δουλειά. Ισοτράφισε τα σύνορα· φύτεψε αμπέλι, έσπειρε σιτάρι, έχτισε λινό κ' επλακόστρωσε αλώνια σαν καλός νοικοκύρης. Σφήνα εμπήκε κ' ήθελε να χωρίση στα δυο τ' αρχοντικό.

Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος. — Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του. Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη. — Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου; — Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. — Λέγε. — Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές.

Υποψιάστηκε· ήθελε να ιδή τι γίνεται στο δικό του μετόχι. Σκέφτηκε να στείλη το δούλο μα δε βάσταγε. Ποιος ξέρει αν θα τούλεγε την αλήθεια ο δούλος; Σηκώθηκε στα νύχια, άρμοσε καλά το κιάλι και κύτταξε προσεχτικά. Θα τον βάλη στο φάλαγγα, θα τον καπνίση με άχερα, θα τον γδάρη με στουρναρόπετρα· θα τον χτίση ζωντανό στη μάντρα του. Δεν έμεινε απονιά που να μην ήρθε να χαροκοπήση την ψυχή του.

Κ' επανήρχετο εν αθυμία η γυνή εις τον θάλαμόν της και κατέθετε το κιάλι το άχρηστον, κ' έτρωγε το πικρόν δείπνον της εν συντριβή και ανεκλίνετο εις τον σκληρόν καναπέν της εν αγωνία. Και ήτο μόνη εις το ωραίον κομψόν σπήτι της η Αρχόντω, αυτή και η εικοσαέτις ανεψιά της η Φλωρού, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, μη έχουσα θυγατέρα.

Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.