United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.
Κ' ηθέλησε να στείλη γρήγορα στον Αριστόδημο, μήπως προφτάση και μποδίση την καταστροφή. Ο δούλος στεκότανε πίσω από τον αφέντη του, έτοιμος να γκρεμοτσακίση και να γκρεμοτσακιστή στην προσταγή του. — Φέρε μου πρώτα το κιάλι· είπε ο Χαγάνος χωρίς να τον ιδή. Είπε — ξείπε ήρθε το κιάλι στο χέρι του. Το άρμοσε στα μάτια, κύτταξε καλά ζερβόδεξα· το κατέβασε. Θυμός ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του.
Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
Υποψιάστηκε· ήθελε να ιδή τι γίνεται στο δικό του μετόχι. Σκέφτηκε να στείλη το δούλο μα δε βάσταγε. Ποιος ξέρει αν θα τούλεγε την αλήθεια ο δούλος; Σηκώθηκε στα νύχια, άρμοσε καλά το κιάλι και κύτταξε προσεχτικά. Θα τον βάλη στο φάλαγγα, θα τον καπνίση με άχερα, θα τον γδάρη με στουρναρόπετρα· θα τον χτίση ζωντανό στη μάντρα του. Δεν έμεινε απονιά που να μην ήρθε να χαροκοπήση την ψυχή του.
Λέξη Της Ημέρας