United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κουβέντα του δίχως καμμιά προσποίηση, όπως των αγαπημένων του της εποχής της Ελισάβετ, περνούσε κάποτε τελείως απαρατήρητη μάλιστα. Σαν κόκκος καθαρού χρυσού οι φράσεις του μπορούσαν να σφυρηλατηθούνε σε ολάκερα ελάσματα...» Ένα μέρος του φιλολογικού του σταδίου αξίζει ξέχωρα να σημειωθή.

Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;

Και μέ μου φαίνεται παράξενο πως η ανάμνηση των μερών αυτών κρατήθηκε τόσο ζωηρή περσότερο από τριάντα χρόνια. Είμουνα δηλαδή τότε μόλις έξι χρονών κ' οι θύμησες της ηλικίας αυτής σβήνουνε πάντα έξω από κείνες, που δένουνται με το σπίτι, όπου ζήσαμε χρόνια ολάκερα. Όλον τον καιρό έπειτα έβλεπα μπροστά μου τη θάλασσα, έτσι όπως την είχα δει τότε.

Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους μίλια από το σώμα του. — Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου. — Αφού κόβεται!... — Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση ολάκερα.

Έγερνε εκεί στην οχθιά κ' έσμιγε με τα φαρμακωμένα τα χείλη του τη φλογέρα κ' εξύπναε από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας, που αναπάβονταν στα γιάλινα τα παλάτια τους. Κ' ήταν πικρό και παραπονιάρικο το τραγούδι του άμοιρου Αργύρη. Έβλεπε πολλές φορές μαπορία και τρόμο, να σουρώνη η λίμνα στη μέση και νανοίγη αφαλό στα βάθη της. Να ρουφάη αποκεί κλαριά ολάκερα από έλατα και χορτάρια.

Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ζητά η καρδιά τους. 320 Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε.

Τι τα θέλουν τα τόσα μοναστήρια οι άγιοι τούτοι άνθρωποι, ο Θεός το ξέρει. Μα πρέπει, να το ξέρουμε και μεις. Σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α κ α ι σ τ η Θ ρ ά κ η είναι βαλμένοι οι Βούλγαροι, να μας σφάζουν και να μας ρημάζουν. Σκοτώνουν ανθρώπους, καιν αμπέλια, χωράφια, δέντρα, καταστρέφουν εκκλησιές και σκολειά, κάνουνε στάχτη χωριά ολάκερα.

Άλλοι ορμούν κατά τους πύργους σμάρια σμάρια πλήθια ολάκερα -και τι θα γένω! κι άλλοι ρίχτουνε χαλάζι τα λιθάρια στο λαό μας το γυροζωσμένο. Σώστε, ω θεοί επουράνιοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο και την πόλη.

Ο Ούλοφ, που είναι φύση πραχτική και δεν έχει καμιά κλίση στη φιλολογία, λένε πως πρώτη φορά έπιασε κι άνοιξε αυτόρμητα βιβλίο. Νομίζω μάλιστα πως διάβασε τρία ολάκερα κεφάλαια. Ο Σβάντε όμως διάβασε μεμιάς ολάκερο το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Και διάλεξε μερικά κεφάλαια, εκείνα που του αρέσανε ξεχωριστά και τα διάβαζε δυνατά σε όλους, όσοι είχαν όρεξη νακούνε.