United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω. — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο.

Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ' αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα. Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!...

Όχι εγώ· όλοι μας. Και ο Σκοπελίτης ακόμα επήδησεν ορθός κ' ερρίχτηκε στην τρόμπα που έκαμε να τρίξουν όλα της τα χάρβαλα. Αγαλλίασις εκυρίεψεν όλους· ενομίζαμε πως ήρθε η ώρα να πηδήσουμε στη στεριά. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο χαϊμαλί ψηλά και αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και να κινούμε τις σκούφιες μας.

Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος.

Καθένας έπιασε τόρα τη θέσι του. Ο καπετάν Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι σαν να ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι ζερβόδεξα στις κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... Νταγκνταγκ!.. Εσφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς στο θλιβερό σύνθημά μου.

Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύοτρεις φορές.