United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πόσον είναι το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του.

Μα το πράγμα δεν τέλειωσε ίσαμ' εδώ, επειδή οι Μεθυμνιώτες, αφού πήγανε στην πατρίδα τους πεζοστράτες αντί για καραβιώτες και πληγωμένοι αντί για χαροκόποι, μάζεψαν τους συντοπίτες τους και, βάνοντας στους βωμούς λιόκλαδα, παρακαλούσανε να τους εκδικηθούνε, χωρίς όμως να λένε τίποτα από τ' αληθινά, μήπως τους περιγελάσουν, που έπαθαν τέτοια και τόσα από βοσκούς, παρά κατηγορούσανε τους Μιτυληνιούς, ότι τους έκλεψαν το καΐκι και τους άρπαξαν τα λεφτά.

Και ωσάν αποτελείωσε τες κρίσες, στοχάζεται την γυναίκα που έστεκεν εκεί με μεγάλον σέβας, την κράζει, και την ερωτά τι ζητεί; Αυτή του απεκρίθη ότι ήτον θυγατέρα ενός τεχνίτου, και επιθυμούσε να του ειπή ένα λόγον μυστικόν. Τότε ο Κατής ωσάν που αγαπούσε τες γυναίκες, την παίρνει και την φέρνει εις ένα οντά παράμερον, και βάνοντάς την να καθήση κοντά του της λέγει.

Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το καράβι τους.

Ηγόρασα ένα καράβι εις το οποίον βάνοντας τους σκλάβους μου διά ναύτας, το εφόρτωσα με τα μετάξια· εμβήκα και εγώ μέσα ενδεδυμένη ανδρικά φορέματα, λαμβάνοντας μαζί μου και τις αδελφές μου· και αναχωρήσαντες με επιτήδειον αέρα, μετά είκοσιν ημέρας εφθάσαμεν εις ένα μεγάλο νησί και αράξαμεν εις τον λιμένα μιας μεγάλης πόλεως, που ήτον η Βασιλική καθέδρα εκείνου του νησιού.

Αυτή με εσήκωσε, και βάνοντάς με να καθίσω κοντά της μου είπε· Ταλμούχ, ευχαριστώ τον Ουρανόν, που μας αντάμωσε, και ελπίζω εις την καλωσύνην του να μας ελευθερώση κιόλας από τούτην την περίστασιν που μας εμποδίζει εις το να στεκώμασθε αντάμα· και διά την ώραν πρέπει να έχωμεν υπομονήν, έως που να εύρωμεν την ευκαιρίαν, διά να κάμωμεν καθώς είναι η επιθυμία μας και φθάνει μόνον διά τώρα να συναναστρεφώμασθε κάποτε εδώ κρυφίως, διά κάμποσον καιρόν ακόμη· Ως τόσον διηγήσου μου, σε παρακαλώ, πώς ευρίσκεσαι εις τούτην την χώραν, και τα όσα σου ακολούθησαν έως τώρα.

Κλίνω το λοιπόν, της απεκρίθην, εις εκείνο που επιθυμείς, επειδή είνε ανωφελές να σου αντισταθώ πλέον· γνωρίζω ένα χόρτον το οποίον βάνοντάς το εις το αυτί σου, ύστερα από μίαν ώραν σε κάνει να πέσης λιποθυμημένη, και μετά ταύτα θέλεις νομισθή αποθαμμένη, και θέλεις μείνει έτσι, έως που να σου βγάλουν το χόρτον από το αυτί· και με τούτον τον τρόπον όταν σε νομίσουν ως αποθαμμένην, θέλουν σε θάψει· και εγώ τότε θέλω σε βγάλει από το μνημείον, και θέλω κάμει να ανταμωθής με τον Ταλμούχ, και να υπάγης με αυτόν όπου θέλεις.

Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν.

Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.

Αφού και της έδειξε μεγάλες δεξίωσες, την επήρεν από το χέρι με πολλήν ευγένειαν, και βάνοντάς την να καθήση μαζί του, την ηρώτησε από τι προέρχεται αυτή η τιμή, που του κάνει να πηγαίνη να τον εύρη.