United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.

Νέος Σωκράτης. Πώς; Ξένος. Όπου μεν υπάρχει ανάγκη ενός άρχοντος, να εκλέγη επιστάτην εκείνον όστις προτιμά αυτά και τα δύο. Όπου δε είναι ανάγκη περισσοτέρων, εκεί να λαμβάνη αναμίξ και από τα δύο μέρη. Διότι τα μεν ήθη των αξιοπρεπών αρχόντων είναι πάρα πολύ συντηρητικά και δίκαια και σωτήρια, χρειάζονται όμως κάποιαν σφοδρότητα, και απότομον τόλμην και δραστηριότητα. Νέος Σωκράτης.

Δεξιόθεν, από την άλλην πλευράν του ρεύματος, ήρχιζε το δάσος του Αραδιά εκ χιλιετών δρυών, να σχηματίζεται και ν' ανέρπη ολονέν ανά το βουνόν, το κορυφούμενον υψηλά άνω, εις τον άγιον Κωνσταντίνον, και το βουνόν ήτο ορθόν, απότομον, κ' εφαίνετο ως πελώριος τοίχος καλυπτόμενος υπό κισσού.

Βεβαια, πάντοτε με το όπλον!. . Κ' εν τη ακρατήτω ορμή του θυμού του ο Χειμάρρας απέτεινε την απότομον εκείνην ερώτησιν περί της πατρίδος του εις τον ενωμοτάρχην. . . Αλλά τόρα δεν αντέλεγε· κάμνει και η κουρούνα θαύματαγίνονται κ' οι καμπίσοι παλληκάρια!. . . Και έκυψε την κεφαλήν ο γέρων προ του νεοφανούς κ' εβυθίσθη εις σκέψεις.

Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει διά να φωτίση ακόμη την φαλακράν ακτήν, το Κουρούπι, και να στείλη χρυσάς ακτίνας εις την απότομον κλιτύν του Στοιβωτού. Η Φραγκογιαννού τους είδεν, ετρόμαξεν, επήρε το καλάθι της, και ασθμαίνουσα, ξεκλωσσασμένη, έτρεξε τον ανήφορον, επάνω εις τον βράχον τον άβατον, εις το Κλήμα, προς το δυτικόν μέρος.

Τους δύο εκ των κωπηλατών, ψαράδες του γιαλού, όπου ήσαν άνθρωποί του και λίαν αφωσιωμένοι εις αυτόν, τους έπεισε ν' ανέλθωσι τον ανήφορονυψηλόν, απότομον, πετρώδη, όπου έφερεν από τον Γιαλόν εις το Κάστρον, υποκάτω στην γέφυραν του Κάστρου, από άσχιστον αγριόξυλον, παρά το χάσμα, όπου έχαινεν άβυσσος και κρημνός, όπου έπιανε πάντα άνθρωπον ίλιγγος και σκοτοδίνη.

Ο Γύφτος εφαίνετο γνωρίζων κατά σπιθαμήν το έδαφος, την ωδήγει δε διά των πλαγίων ατραπών και των φαράγγων, αποφεύγων να συναντήση διαβάτην. Ήτο ήδη ημέρα. Ότε ήκουον μακρόθεν βήματα, ο Γύφτος την έσυρε προς απότομόν τι μέρος, και εκρύπτοντο εκεί. Είτα ο Πρωτόγυφτος την ηρώτα·Είσαι κουρασμένη; — Όχι, απήντα η Αϊμά.

Η θεια Μυγδαλίτσα όμως δεν έπαθε τίποτε, η πτωχή, θέλεις η άπειρος ευλάβεια, ην είχεν, εκτελούσα την αγαθήν ταύτην υπηρεσίαν, θέλεις η άλλη ιδέα, ην θερμήν εφύλαττεν εις τα βάθη του στήθους της περί του αναμενομένου «καπετάνιου της», παρείχον αύτη τόσην θέρμην και αφοβίαν ψυχικήν, ώστε αντέστη καθ' όλην την σκοτεινήν εκείνην της οδού διάβασιν, έως ου, αναβάσα εις τα υψώματα, διέκρινεν απ' εκεί τας ερυθρωπάς φλόγας της πυράς των ποιμένων, ήτις έφεγγε φαεινώς εις όλον του φρουρίου τον απότομον βράχον.

Διό και παρακατιών φοβούμενος ο Διαμάντης μετά τον πυροβολισμόν μη παρέδραμεν, ερωτά περί τούτου τον Μήτρον. » Θα να τον τρώγη το αίμα. σ. 106 Φράσις εμφαίνουσα κακόν τι προαίσθημα και επικείμενον δυστύχημα. » Ερρέκαξε ο δερβίσης.» σ. 106 Το ρεκάζω , σημαίνει εκπέμπω φωνήν απότομον προκαλουμένην υπό σφοδροτάτου και αιφνιδίου άλγους. Είναι στεναγμός του προσβαλλομένου υπό απροσδοκήτου θανάτου.

Ο Παπαθεοδωρακόπουλος εζαλίσθη διά την ερώτησιν αυτήν του γέροντος, εις το απότομον και τον τόνον της οποίας εύρισκε κάποιον δισταγμόν διά την καταγωγήν του, διά τους λόγους του, διά την πατρίδα του, δι' όλα. — Απ' τον κάμπο της Γαστούνης· εψιθύρισε τέλος. — Ντόπιος ή ερχάμενος; — Ντόπιος. . . — Μπρε!. .