United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, επειδή ήτο δύο ή τρεις ημέρας μετά την πανσέληνον. Μέσα εις το ρέμμα, βαθειά κάτω, αντήχει ο ρύχθος του χειμάρρου, του σχηματιζομένου από τας χιόνας τας λυομένας. Και είς υληλός μαύρος βράχος ίστατο απέναντί μου, μυστηριώδης εις το σκότος. Ήτο κατά Μάρτιον μήνα.

Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.

Όλην την ημέραν επλανώμην εις τα ρεύματα και τους αιγιαλούς, ανά την αγρίαν ακτήν, την βορεινήν και θαλασσοπλήγα, και μόνον το δειλινόν επανήλθον εις την έπαυλιν του Στόγιου διά να κοιμηθώ ολίγας ώρας. Όταν εξύπνησα, η σελήνη είχεν ανατείλει, αλλ' είχα χάσει τον ύπνον μου δι' όλην την νύκτα. Τα βήματά μου μ' έφεραν και πάλιν προς τον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.

Ολίγοι μόνον ήσαν οι φανεροί και φανατικοί, οι άλλοι υπέσχοντο αλλά δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με το άλλο κόμμα. Έπειτα και δεν είχεν ανατείλει ακόμη η ημέρα της εκλογής, ουδ' είχαν αρχίσει ακόμη τα δυο «πρακτορεία» να εισάγουν και να εξάγουν τους ψηφοφόρους να τους ειπούν το «κρυφό», το οποίον ήτο απαραίτητον προ της ψηφοφορίας.

Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλη μικράν και μεγάλην παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης. Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν.

Η νεότης είναι φύσει αμέριμνος και εύελπις• δεν αρέσκεται να ενδιατρίβη εις τα θλιβερά. Αι της Σμύρνης αναμνήσεις διελύθησαν βαθμηδόν υπό το πρίσμα ευχαρίστων ονειροπολημάτων και απεκοιμήθην εν γαλήνη, ναναριζόμενος από του σκάφους το τρίξιμον και από την ομαλήν επί των ελαφρών κυμάτων κίνησίν του. Την αυγήν, ότε ανήλθα επί του καταστρώματος, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει.

Υπό την αχλύν δε της απαιδευσίας σκότος και αθυμία περιεκάλυψαν άπασαν την Ελληνικήν φυλήν. Αλλ' ο ήλιος, όστις ήδη έδυσεν, επρόσθεσεν ο γέρων, λαμπρός πάλιν θέλει ανατείλει αύριον, διά να φωτίση και ζωογονήση και ημάς και όλην την φύσιν.

Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του βουνού.

Όπισθεν του πρώτου πρασίνου βουνού, άνωθεν του οποίου είχεν ανατείλει η σελήνη, βουνού μαύρου την νύκτα και σκοτεινοφαίου τώρα με της σελήνης το φως, ύψωνε την κορυφήν του υψηλόν όρος και λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνόν και βραχώδες. Εκεί ήτο η πατρίς, ο τόπος της γεννήσεώς της.

Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει διά να φωτίση ακόμη την φαλακράν ακτήν, το Κουρούπι, και να στείλη χρυσάς ακτίνας εις την απότομον κλιτύν του Στοιβωτού. Η Φραγκογιαννού τους είδεν, ετρόμαξεν, επήρε το καλάθι της, και ασθμαίνουσα, ξεκλωσσασμένη, έτρεξε τον ανήφορον, επάνω εις τον βράχον τον άβατον, εις το Κλήμα, προς το δυτικόν μέρος.