United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θεια Μυγδαλίτσα όμως δεν έπαθε τίποτε, η πτωχή, θέλεις η άπειρος ευλάβεια, ην είχεν, εκτελούσα την αγαθήν ταύτην υπηρεσίαν, θέλεις η άλλη ιδέα, ην θερμήν εφύλαττεν εις τα βάθη του στήθους της περί του αναμενομένου «καπετάνιου της», παρείχον αύτη τόσην θέρμην και αφοβίαν ψυχικήν, ώστε αντέστη καθ' όλην την σκοτεινήν εκείνην της οδού διάβασιν, έως ου, αναβάσα εις τα υψώματα, διέκρινεν απ' εκεί τας ερυθρωπάς φλόγας της πυράς των ποιμένων, ήτις έφεγγε φαεινώς εις όλον του φρουρίου τον απότομον βράχον.

Εν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς γ α ν τ ω μ έ ν α ς χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελώνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου.

Αλλ' οι Αθηναίοι ούτε εις τα άλλα υπήκουσαν ούτε το ψήφισμα κατήργησαν, κατηγορούντες τους Μεγαρείς ότι εκαλλιέργουν την ιεράν γην και την μη υπό ορίων περιοριζομένην, και ότι παρείχον άσυλον εις τους φυγάδας δούλους.

Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον. Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.

Ήθελε, διά να ενεργήση εν γνώσει της υποθέσεως, να μάθη μέχρι τίνος σημείου η ιδέα των μαγειών ήτο εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα του Νέρωνος. Με τα βλέμματα ατενώς προσηλωμένα εις έν σημείον του ορίζοντος, ο Νέρων ως απολιθωμένος ήκουε τους παρηγορητικούς λόγους τους οποίους αφθόνως τω παρείχον οι συγκλητικοί και οι ιππόται.

Η μετ' ολίγον επανάληψις του φαινομένου και ο μετριώτερος του ύδατος κροταλισμός παρείχον ήδη ελπίδα τινά δυνατής εξόδου. Κατορθώσαντες να υπερπηδήσωμεν τους κοιμωμένους ημών συντρόφους, εξήλθομεν αδιστάκτως. Ουδέποτε, πιστεύω, έτυχεν άνθρωπος να ροφήση αέρα μεθ' όσης ημείς απληστίας, πλην ίσως του προφήτου Ιωνά, ότε εξήλθε της κοιλίας του κήτους.

Οι δε Κίλικες, τέταρτος νομός, παρείχον τριακόσιους εξήκοντα ίππους λευκούς, ένα καθ' ημέραν, και πεντακόσια τάλαντα αργυρίου, εκ των οποίων τα μεν εκατόν τεσσαράκοντα κατηναλίσκοντο εις την συντήρησιν του ιππικού όπερ εφύλαττε την χώραν της Κιλικίας, τα δε άλλα τριακόσια εξήκοντα ήρχοντο εις τον Δαρείον.

Ο Κύριος ήτο διψασμένος και κουρασμένος, κατά το ανθρώπινον, και η παρουσία της θα τον ηυχαρίστησε, διότι «άντλημα ουκ είχε, και το φρέαρ ην βαθύ». Η σκηνογραφία της χλοεράς κοιλάδος με τους αστάχυς και τα μεγάλα δένδρα, αι μεγάλαι αναμνήσεις του Ιακώβ και του Ιωσήφ, του οποίου ο τάφος ευρίσκετο εκεί πλησίον, του Ιησού του Ναυή και του Γεδεών, ενέπνεον και παρείχον αφορμήν εις μελέτας.

Η λύσις αύτη συνίσταται ενταύθα εις την εξεύρεσιν των λόγων, οίτινες ηδύναντο να πείσωσι φρόνιμον και προνοητικήν γυναίκα, οία παρίσταται ημίν η Χρυσηίς, να προτιμήση ταπεινόν και άδοξον βίον της λαμπράς θέσεως, ην παρείχον αυτή η εύνοια του πρώτου μεταξύ των Αχαιών.

Ταύτα είπεν ο Λάμαχος, αλλά συνετάχθη με την γνώμην του Αλκιβιάδου, ο οποίος μετέβη ακολούθως μετά του πλοίου του εις Μεσσήνην και έκαμεν εις τους κατοίκους προτάσεις συμμαχίας, αι οποίαι δεν εγένοντο δεκταί· και επί τη αποκρίσει των ότι δεν θα εδέχοντο τον στρατόν εντός της πόλεως, αλλά θα του παρείχον αγοράν έξω της πόλεως, απέπλευσεν εις το Ρήγιον.