United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεγάλη ταραχή και ανησυχία ήφερε στον τόπο η ιστορί' αυτή· το φέρσιμο μαθές του Ζώη και το φέρσιμο της Σμαραγδούλας· γιατί ο ένας εκατάκρινεν τον ένανε κι' άλλος τον άλλονε. Ακολουθήσανε λόγια και καυγάδες. Ο Μόρφος το πήρ' απάνω του κ' εφώναζενε πως θα κάμη και θα δείξη, μα έλα που εδούλιανε ν' ανταμωθή με το Ζώη! Εφώναζεν από μακρυά.

Δεν επέρασε πολύς καιρός και απέθανε, και έμεινα εγώ με την μητέρα μου, η οποία ευθύς που απόθαψε τον πατέρα μου άφησε το ό,τι και αν είχε, και ανταμώθη με ένα που αγαπούσε, και εμίσευσε διά τας Ινδίας με ένα καράβι πραγματευτάδικο· μα πριν μισεύση αυτή η κακής διαθέσεως γυναίκα, με όλον που ήτον μητέρα μου, με επούλησεν εις ένα πραγματευτήν από σκλάβες, ο οποίος με έφερεν εδώ μαζί με άλλες πολλές, που είχεν αγοράσει διά να τες φέρη εις το σαράγι τούτου του βασιλέως· οπόταν δε είδε τον καιρόν αρμόδιον διά να μας παρουσιάση εις τον βασιλέα, μας εστόλισε με διάφορα στολίδια και φορέματα, και μας έφερεν εις το βασιλικόν σαράγι.

Ο Καραϊσκάκης μετά τινων ημερών παρέλευσιν διέλυσε την μετά του Οδυσσέως φιλίαν· διότι, ενώ ρητώς από όλους τους στρατηγούς και αξιωματικούς του στρατοπέδου απηγορεύθη αυστηρώς η μετά των Τούρκων ανταπόκρισις, ο Οδυσσεύς όχι μόνον διά γραμμάτων συνεννοείτο μετ' αυτών, αλλά και προσωπικώς ανταμώθη.

Το επιχείρημα τούτο του Καραϊσκάκη, καθ' ην εποχήν μάλιστα τα λοιπά στρατεύματα ενησχολούντο εις τον σταφιδοπόλεμον, συνετέλεσε πολλά εις το να στήση, τα πρώτα θεμέλια της δόξης του, την οποίαν εστερέωσεν ακολούθως διά των λαμπρών έργων του. Άμα έφθασεν εις Σαλαμίνα ο Καραϊσκάκης, ανταμώθη με τους στρατηγούς Βάσον και Κριζιώτην, ελθόντας εκεί διά να τον προϋπαντήσωσι.

Υπάγετε τώρα, παιδία μου, ησυχάσατε... μη κλαίετε πλέον... θέλομεν ανταμωθή πάλιν... αν όχι επί της γης... βεβαίως όμως εις τον ουρανόν. » Ταύτα ειπών εσιώπησεν· ημείς δε οδυρόμενοι επέσαμεν επί της κλίνης του, καταφιλούντες τας χείρας του· ο δε γέρων και πάλιν μας ησπάζετο και μας ηυλόγει. Αλλ' εισελθών ο ιατρός, και ιδών την συγκινητικήν εκείνην σκηνήν, μας προσεκάλεσε να εξέλθωμεν.

Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά να πολεμήση.

Σου αφίνω υγείαν, βασιλέα μου, είπε γυρίζοντας προς αυτόν, και πιάνοντάς τον από το χέρι του λέγει· είμαι δυναστευμένη να σε απαραιτήσω, ας είσαι βέβαιος όμως πως μίαν ημέραν θέλομεν ανταμωθή πάλιν, και ανίσως και σε εύρω αγαπητικόν σταθερόν, δεν θέλω λάβει άλλον νυμφίον παρά εσένα. Έτσι λέγοντας αυτή έγινεν άφαντος.