United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέποντας ο βεζύρης ότι η θυγατέρα του πάντοτε στέκει εις το πείσμα της, της λέγει· η αγνωσία σου με παρακεινεί να σε μεταχειρισθώ καθώς έκαμε την γυναίκα του αυτός ο πραγματευτής, που σου διηγήθηκα· και άκουσε πώς.

Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός, εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . . Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! — Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος. Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη.

Ο πραγματευτής, που ήξευρε κάλλιστα την συμβουλήν του γαϊδάρου, εκατάλαβεν, ότι το βόιδι ηθέλησε να την βάλη εις πράξιν και λέγει του γεωργού· πάρε τον γάιδαρον, και ζεύξε τον εις το αμάξι και εις το αλέτρι διά να οργώση όλην την ημέραν, και ο γεωργός έκαμε κατά την προσταγήν του αυθέντου του· αναγκάσθηκε λοιπόν ο γάιδαρος να σύρη εκείνην την ημέρα το αλέτρι στο χωράφι, κουρασθείς πολύ πειο περισσότερον από κάθε άλλη μέρα, επειδή δεν ήτο συνηθισμένος σε τέτοια δουλειά· και περιπλέον εξυλοκοπήθη τόσον από τον γεωργόν, οπού το βράδυ ο δυστυχής δεν ημπορούσε να σταθή εις τους πόδας του· τότε έλεγεν εις τον εαυτόν του· το πταίσιμον είνε ιδικόν μου, η αγνωσία μου με έφερεν εις ταύτην την δυστυχίαν, και αν δεν εύρω καμμίαν μαργιολιάν διά να ελευθερωθώ, βέβαιος είναι ο αφανισμός μου· εγώ διά να ελευθερώσω το βόιδι, παθαίνω τα χειρότερα.

Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσηςταις Σειρήναις, 'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40 όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα. αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν, 'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45 κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει. προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν ολόρθον χεροπόδαρατου καταρτιού την ρίζα, 50 και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουντον κορμό του, ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις, πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν. αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη. θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.

Την εσκέπασε με τα ενδύματά του, την περιέθαλψε, την εθέρμανε, και εκάθισε παρ' αυτήν. Τα σημεία της εις την ζωήν επανόδου ήσαν ήδη προδηλότερα. Αλλ' όμως βηξ και άσθμα κατείχε το στήθος της. Ο γέρων ανησύχει. Ήτο ήδη βαθεία νυξ και εφοβείτο το νυκτερινόν ψύχος. Εκράτει πάντοτε τας χείρας της, αίτινες ήσαν έτι ψυχραί. Η παιδίσκη δεν ωμίλησε, και εφαίνετο εν αγνωσία διατελούσα.

την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15 και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος• έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20 τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. με λαμπρό σύρμα το 'δεσετου καραβιού το βάθος, ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25 εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.