United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συχνά πυκνά ακούω να την κατηγορούν τη γαλλική φιλολογία πως κάνει πολλή κατάχρηση, στο μυθιστόρημα και στο θέατρο, των ερωτικών παθών, εκεί που λογοτεχνίες άλλων εθνών καταγίνονται πολύ πιο συχνά με λογής πόλεμους και προβλήματα της κοινωνίας και της ψυχής.

Πολλάκις εκείνοι οίτινες τον κατηγόρουν ότι έκλεψε τα πράγματά των, όταν ούτος ηρνείτο, τον έφερον εις το μαντείον του τόπου· και πολλάκις μεν εξηλέγχθη υπό των μαντείων, πολλάκις δε διέφυγεν.

Αλλά βεβαίως, αν επνίγετο . . . αυτήν θα κατηγόρουν! Να κράξη τώρα βοήθειαν, ήτο αργά. Αργά ίσως θα ήτο διά να σωθή η μικρά, αλλά πιθανώς δεν θα ήτο αργά διά να δείξη αυτή την αθωότητά της. Και όμως δεν απεφάσισε να κράξη. Καλλίτερον θα ήτο, αν αμέσως το είχε κάμη. Αλλ' οποία κακή τύχη! Πώς την επαίδευεν η αμαρτία! Αν ήτον τώρα η Κρινιώ εδώ, πόσον ευκταίον θα ήτο!

Ενίοτε δε οι ένοχοι διά να προλάβουν την εναντίον των κατηγορίαν σπεύδουν και κατηγορούν τους άλλους. Εν γένει ουδείς θα ετόλμα να συκοφαντήση εχθρόν• ακριβώς διότι η έχθρα του θα επρόδιδε την συκοφαντίαν• συκοφαντούνται συνήθως οι θεωρούμενοι φίλοι.

Αλλά διά τα τοιαύτα ούτε τους παρουσιαζομένους ως παθόντας πρέπει να πιστεύωμεν όταν τα διηγούνται, — διότι είνε άδηλον αν λέγουν την αλήθειανπολύ δε ολιγώτερον εις εκείνους οίτινες κατηγορούν διά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουν.

Εύγε, Κλεόδημε, είπεν ο Έρμων• ας μας είπουν διατί κατηγορούν την ηδονήν αυτοί που εννοούν ν' απολαμβάνουν περισσότερον από τους άλλους. Όχι, αλλά συ, Κλεόδημε, είπεν ο Ζηνόθεμις, να μας πης, διατί θεωρείς αδιάφορον τον πλούτον. — Όχι, εσύ να μας πης.

Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την &αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου.

Κατά το αυτό δε θέρος, και κατά τον καιρόν που διά πολλάς αιτίας και προ πάντων διά την ανάκλησιν του Αλκιβιάδου οι Πελοποννήσιοι ήσαν ωργισμένοι κατά του Τισσαφέρνους, τον οποίον εθεώρουν ήδη ως φανερώς αττικίζοντα, ούτος, θέλων, ως εφαίνετο τουλάχιστον, να διαψεύση τα όσα δυσάρεστα του κατηγόρουν, ητοιμάσθη να μεταβή εις την Άσπενδον, διά να εύρη τα Φοινικικά πλοία.

Ο μεν Νικίας ήθελεν, ενόσω ακόμη δεν υπέστη ατύχημά τι και ετιμάτο, να διατηρήση την ευτυχίαν, να αναπαυθή πλέον εκ των κόπων του, να αναπαύση τους συμπολίτας του και να καταλίπη εις τας επερχομένας γενεάς φήμην ότι ουδέν δυστύχημα επροξένησεν εις την πολιτείαν· διά να κατορθωθή όμως το αποτέλεσμα τούτο, εφρόνει ότι έπρεπε να αποτρέψη τους κινδύνους, να μη εκτίθεται εις την φοράν της τύχης ως πρότερον, και τέλος ότι η ειρήνη παρέχει την ασφάλειαν· ο δε Πλειστοάναξ εσκέπτετο τα αυτά, διότι οι εχθροί κατηγόρουν την ανάκλησίν του και εις παν ατύχημα των Λακεδαιμονίων υπενθύμιζαν εις αυτούς ότι τούτο συνέβη ένεκα της παρανόμου ανακλήσεώς του.

Αλλ' επειδή μετ' ολίγας ημέρας το παιδίον απέθανεν, ο Αλέξανδρος ευρέθη εις αμηχανίαν και δεν είχε τι ν' απαντήση εις εκείνους οίτινες τον κατηγόρουν• ο καλός όμως Ρουτιλλιανός έφθασε μέχρι του ν' απολογήται αυτός υπέρ του μαντείου• και έλεγεν ότι ο θεός προείπεν ακριβώς ό,τι έγεινε και διά τούτο δεν παρήγγειλε να δοθή εις τον υιόν του κανείς εκ των ζώντων διδασκάλων, αλλ' ο Πυθαγόρας και ο Όμηρος, οίτινες προ πολλού είχον αποθάνει και τους οποίους ήτο επόμενον να συναντήση εις τον Άδην το παιδίον.