United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά ποίας οδού έφθασεν εις την Αγίαν Πόλιν, πώς διήλθε διά των πολυανθρώπων οδών απαρατήρητος, αν συμμετέσχε της αθώας ευφροσύνης της εορτής, αν και Αυτός κατώκησεν εις καλύβην φοινικοστέγαστον κατά το λοιπόν της εβδομάδος, δεν γνωρίζομεν.

Ενθυμήθη την χαράν του γάμου της, την ευλογημένην εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται. Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν της αναπαύσεως και τα ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.

Χριστούγεννα! Φαιδρά Χριστούγεννα! Εορτή του γάλακτος και του μέλιτος! Εορτή της γλυκείας και αθώας παιδικής ηλικίας! Πόσον με συγκινείς ακόμη με τας ωραίας αυτάς αναμνήσεις σου, παιγνίδια τερπνά οιχομένων ες αεί παιδικών χρόνων!

Το φίλημά του, είπα δεν είναι όλως δίχως επιθυμία· ζητεί τροφήν, και επιστρέφει ουχί ικανοποιημένον από το άδειο το φίλημα. — Τρώγει και από το στόμα μου, είπε. Του επρόσφερε μερικά ψίχουλα με τα χείλη της, από τα οποία εμειδιούσαν η τέρψεις αθώας συμπαθούσης αγάπης με ζεστήν ηδονή. Απέστρεψα το πρόσωπον.