United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς τωνκαι δεν την είδον. Η νεαρά γυνή εσώθη από τους όνυχάς των.

Όπως όταν στο χλοερόν τον κάμπο κάτω στέκουν το ένα στο πλεβρό του άλλου ορθόκορμα και ισοκέφαλα τα τροφαντά ταστάχια, γαληνεμένα και ήμερα μέσα στου λιοπυριού τη γλύκα και ησυχία, και άξαφνα δριμό σιφουνικό σηκώνεται απάνω απ το βουνό, και χύνεται ανήμερο και φοβερό μέσα στον κάμπο, και τανεμίζει μες τη ζηλεφτή την ησυχία τους, και πέρα δώθε δειλιασμένα τα τινάζει, και κυματίζει πέρα πρόσπερα ο ήσυχος ο κάμπος, ανταρεμένο τόρα πέλαγο μες τις στριγκιές του αγριοσίφουνα βοές και μες των ασταχιών το φοβισμένο φύσημα· έτσι και οι φαντάροι τόρα, καθώς ήταν κάτω ακόμα στη γραμμή, προσεχτικοί νακούσουν και την τελεφταία διαταγή του Επιλοχία, ξιπασμένοι από τις βραχνές αγριοφωνές, που εχύθηκαν απάνω από τις τάπιες κάτω στους στρατώνες τους, εσυνταράχθηκαν στις τάξες τους, εχάλασαν και τις γραμμές, και με τα όπλα όπως έφτασαν μες τη μεγάλη βία τους καθένας κρατημένα, εχύθηκαν πάνω κατά της φυλακής τις τάπιες που έβγαιναν ακόμη οι βραχνές φωνές, ακολουθώντας πίσωθε το Φρούραρχο και τον Επιλοχία, που έτρεξαν μπροστά άγριοι και αλλαξοπρόσωποι κι αφτοί.

Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός.

Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαληνιώσαν λίμνην, την αντανακλούσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε καν η καλύβη του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός βολής να πλησιάση, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον τολμητίαν, όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάση ποτέ.

Εκεί, των βράχων μεταξύ Καλύβη αχυρίνη Εφαίνετο, και παρ' αυτήν Εφλοίσβει ψυχρά κρήνη. Την κρήνην πέριξ σταύλοι τρεις Εκύκλουν αραιοί. Μάνδρα των σταύλων κάτωθεν Εκτείνετο ευρεία. Εντός αυτής εβέλαζον Μικρά, λευκά, αρνία. Πλησίον των μητέρων των. Και προς το χλοερόν. Εξήρχοντ' οροπέδιον. Ενώ εις τον αιθέρα Γλυκείας έχυνε φωνάς Ποιμένος η φλογέρα. Κ' είς άλλος πέραν, Έψαλλε· το δ' άσμα θλιβερόν.