United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μπεόπουλο πίσω σ' ένα κουφοπλατάνι δάγκανε τα δάχτυλά του και χτυπούσε τα ποδάρια του στο χώμα. Βγάζει μια φωνή τότες: — Φωτιά να τον κάψουμε τον παλιογκιαούρη!... Έτρεξαν στο περιβόλι· το μάτι του Λιάκου δεν τους έβλεπε. Κολλητά στο μύλο είταν δυο θυμωνιές απ' άχυρα. Έκοψαν πρώτα το νερό του μύλου κ' ύστερα έτσουξαν φωτιά.

Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.

Έτσι πήγαινε η δουλειά, όντας μια μέρα το μπεόπουλο της χώρας γυρίζοντας απ' το κυνήγι, πέρασε με τ' ασκέρι του απ' το μύλο κοντά το μεσημέρι. Ο μυλωνάς σα ραγιάς τους δέχτηκε χαρούμενος, θέλοντας μη θέλοντας. Έσφαξε καπόνια κι έστειλε στη χώρα για κρασί. Το μεσημέρι κάθισαν στην τάβλα το μπεόπουλο και τα συντρόφια του καμιά εικοσαριά.

Εκεί απάνω απ' την άλλη κάμαρα του μύλου κάτι βρόντηξε, και σε λίγο έτριξε δυνατά η πόρτα του κήπου, και φάνηκε η Λουλούδω ροβολώντας κάτου στο πλατανόρρεμμα. — Η Λουλούδω! η Λουλούδω, κάνει κάποιος. Το μπεόπουλο αλαφιάστηκε. Γύρεψε να τρέξη κ' αδρασκέλησε το κατώφλι. Δυο σιδερένια χέρια τότες το κράτησαν στον τόπο του. Οι τούρκοι μισομεθυσμένοι πετάχτηκαν όξω και χύθηκαν απάνω στο Λιάκο.

Το κρασί, πόλεγαν πως δεν τόπιναν οι Τούρκοι, άρχισε να τους βαράη στο κεφάλι. Εκεί απάνω γυρίζει το μπεόπουλο και λέγει στο μυλωνά: — Έχεις κανένα κορίτσι γέροντα; Ο μυλωνάς τα χρειάστηκε κι είπε. — Έχω κ' εγώ ένα ορφανό, μπέη μου. — Κ' είνε όμορφη, σαν πως λένε, η Λουλούδω σου γέροντα;