United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλό της και στο δάχτυλο της Αννίτσας. — Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου τώχει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, ταδέρφια σου ξενητευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου.

Εάν κακότυχόν τι ελαιόδενδρον συνέβαινε να κλίνη τον ένα κλώνα προς τον παρακείμενον αγρόν, ο γείτων διά νυκτός έτρεχε με την τσάπαν του να περισκάψη το σύνορον, να μεταθέση την «αποσκαφήν». Την επαύριον το ελαιόδενδρον έκπληκτον εξημερώνετο εις τον ελαιώνα του γείτονος. Είχεν αλλάξει κύριον την νύκτα.

Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρεμάση το σώμα κατά κεφαλής. Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν·Γιάννη! . . . Γιάννη! . . .

Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της. Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της: Οπώχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,

Εκεί εστάθη μίαν στιγμήν κ' έτεινε το ους. Τίποτε δεν ήκουεν ειμή το λάλημα ενός πουλιού, το σύριγμα ενός νυκτερινού εντόμου, και το φύσημα της αύρας. Τότε της ήλθαν εις τον νουν τα κεράσια, τα οποία είχε διακρίνει αμυδρώς στύλβοντα εις ένα κρεμάμενον κλώνα, εξέχοντα ολίγον έξω του φράκτου του δημαρχικού περιβολιού, σιμά εκεί όπου είχε σκοντάψει, και είπεν·

Η ψυχή του θεατού ανεπτερούτο, και ώρμα ως στρουθίον προς το επιβάλλον εκείνο ύψος. Το όρος ήτο βραχώδες και παρείχε θέαν σοβαράν και μεγαλοπρεπή. Άγρια δένδρα προσείρπον μεταξύ των υψηρεφών βράχων, και απετέλουν ποικίλον και αρμονικόν το σύνολον. Θεώμενός τις, εφαντάζετο ότι πατεί από κλώνος εις κλώνα και από βράχου εις βράχον, και συναναβαίνει με την ανάντη εκείνην κλιτύν την αιθερίαν ανάβασιν.