United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αν πάλιν σ' αρέσει να βοάς, κ' εγώ δεν μέν' οπίσω. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τούτ' είναι τρέλλα καθαρή, και θα ενεργήσηαυτόν κάμποσην ώραν ο παροξυσμός της, κ' ευθύς κατόπι πράος κ' ήσυχος θα μείνη ως είναι η περιστέρα ευθύς 'πού ξεκλωσσήση το χρυσό της ζευγάρι.

Εσύ ημπορείς να το κάμης, της είπα, και εγώ είμαι έτοιμος διά να σε συντροφεύσω, μήπως και λάβω και εγώ αυτήν την χάριν, να ξαναγένω νέος. Αυτή βλέποντάς με έτοιμον διά να την ακολουθήσω, εχάρη μεγάλως· και ευθύς πέρνομεν καμπόσην ζωοτροφίαν, και διαλέγομεν ένα δώρον διά την Βέδραν, και εκινήσαμεν προς την έρημον.

Δεν ταφίνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλλοί σ' αυτόν που χάθηκε. Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι. — Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ' έναν αναστεναγμό, — Ψεύτικος κόσμος! Ας τονε να πάη να χαθή.

Ήδη άρχισε ο χορός, και ευχαριστόμεθα κάμποσην ώραν, εις πολυειδείς περιπλοκάς των βραχιόνων. Με ποίαν χάριν, με πόσην ελαφρότητα εκινείτο! και ότε επί τέλους αρχίσαμεν το βαλς, και ως σφαίραι περιεστρεφόμεθα γύρω ο ένας του άλλου, έγεινε κατ' αρχάς ολίγη σύγχυσις, επειδή ολίγιστοι είναι εξησκημένοι.

Αλλ' αφού για κάμποσην ώρα έμεινεν έτσι, εγύρισε αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά τον ναύκληρο που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό: — Να ξεύρης καλά, Μπαρμπαγιώργη, που η θάλασσα έχει τη δικαιοσύνη της όπως και η στεριά. Και την έχει καλήτερη από τη στεριά.

Ο Λογιότατος, συντροφευμένος με τους συλλογισμούς του, ετράβαγε καπνό χωρίς να βγάλη λόγο, και με το κεφάλι σκυφτό για κάμποσην ώραν. Μόνε συκώνοντας τέλος πάτων τα μάτια προς τον Γέροντα, πρέπει να ζης πολύ ευτυχισμένος, του λέγει. παρατηρώ σε όλα σου μίαν ησυχίαν ψυχής, οπού αποδείχνει να μη σ' ενοχλάη κανένα ενάντιο· εγώ σε ζηλεύω.

Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντας την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω. Εγώ τον επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν είμεθα εις την πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν από εκείνους, πού είχαν κατά νουν να με φέρουν.

Υπόμενε ακόμη, ω νέε, μου έλεγεν, ότι έχω ακόμη καμπόσην χρείαν από λόγου σου· θέλω σου διηγηθή ογλήγωρα ποία είμαι· και εγώ ύστερα από αυτό θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την επιμέλειαν και την δούλευσιν, που μου έκαμες.