United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εγώ πάντα τόλεγα πως έχεις κεφάλι του λόγου σου, έχεις γερό κεφάλι!... Και τι φούρκα που θαν την πάρουνε! του πρόσθεσε γελώντας και σέρνοντάς τον ευχαριστημένον στην τραπεζαρία. — Τα κατάφερες; — μπράβο σου! της είπε σιγά ο Δημητράκης. — Τι να κάμης; στα παιδιά πρέπει να μιλάη κανείς παιδιάτικα... Στο τραπέζι κάθισαν ένας κ' ένας οι επίσημοι.

Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος.

Εγώ ευρισκόμουν πολλά αντραλωμένος από τα περιγελάσματά τους, και αυτές βλέποντάς με έτσι, δεν ημπορούσαν να σταθούν από τα γέλοια, και αφού μου έκαμαν και άλλα πολλά περιγελάσματα, ακούω εκείνην που ωνόμασαν Καλεκάρην, να λέγη προς μίαν άλλην, εις εσένα στέκεται, ω βασιλοπούλα, εις το να προστάξης το τι μέλλει να γίνη εις τούτον, θέλεις να τον απαρατήσης χωρίς βοήθειαν, ή θέλεις να τον συντρέξης; Κάνει χρεία να τον ελευθερώσω από τον κίνδυνον που ευρίσκεται, απεκρίθη η βασιλοπούλα, και περιπλέον θέλω, διά να ενθυμάται πολύν καιρόν ετούτο το συναπάντημα, να τον κάμωμεν πλέον ευχαριστημένον.

Εις τον πρόδρομον έξ παιδιά από ένδεκα μέχρι δύο ετών περιεκύκλωναν μίαν δεσποινίδα ωραίας μορφής, μέσου αναστήματος, φέρουσαν απλούν λευκόν ένδυμα με τριανταφυλλί φιόγκους εις τον βραχίονα και επί του στήθους. — Εκρατούσε ένα μαύρο ψωμί, και έκοπτεν εις τα μικρά της αδελφάκια γύρω γύρω εις καθένα το κομμάτι του αναλόγως της ηλικίας του και ορέξεως, το έδιδεν εις καθένα με πολλήν γλυκύτητα και καθέν ανεφώνει αφελώς: Ευχαριστώ! ενώ είχε σηκωμένα ψηλά τα μικρά του χεράκια, πολύ πριν ακόμη κοπή το κομμάτι που ήταν προωρισμένο γι' αυτόν· και έπειτα ευχαριστημένον μ' αυτό το ψωμί, το οποίον απετέλει τον δείπνον του, ή έφευγε πηδών, ή σύμφωνα προς τον μάλλον ήσυχον χαρακτήρα του απήρχετο προς την θύραν της αυλής, διά να ίδη τους ξένους και την άμαξαν, διά της οποίας η Καρλόττα των έμελλε να αναχωρήση. — Σας ζητώ συγγνώμην, είπε, που σας έδωκα κόπον να αναβήτε, και αναγκάζω τας κυρίας να περιμένουν.

Το μικρόν χαμόμηλον δεν εφαντάσθη ότι η ζωή του θα περάση καταφρονημένη, χωρίς κανείς να γυρίση να το ιδή, αλλά εζούσε ευχαριστημένον, έβλεπε τον ήλιον όλην την ημέραν και ήκουε την κίχλαν να κελαδή και να σχίζη τον αέρα.

Και εχαίρετο το χαμόμηλον όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.

Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν είνε πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ να μου φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου.