United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια.

Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τους κρότους των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των και εψιθύριζε·Μας έρχεται άλλη ζυγιά. Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδειάν. — Να φτειάσουμε κ' ένα σκεπαρνάκι, βρε.

Ειξεύρω τούτο . . . . Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας εις το μέλλον; Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος. — Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα! . . . Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα.

Αφού κατέπιον το χάπιον, κατεκλίθην περιμένων την ενέργειαν της νηπενθούς βοτάνης, μη ούσαν άμεσον, αλλά βραδείαν και βαθμιαίαν. Αγαθός τις συνοδοιπόρος μου, ο κ.

Θα επροτίμων να καίωμαι εις την φλόγα την βραδείαν . . . Υπάρχουν εις του Παράδεισου Άγιοι δεχόμενοι τας ευχάς των ερώντων; . . . Τάχα εκεί, δίπλα εις το παρεκκλησίου της Φαρμακολυτρίας, εις το παλαιόν εκείνο μεγαλομάρμαρον κτίριον, το αινιγματώδες, να υπήρχε το πάλαι ιερόν της Αφροδίτης, να υπήρχε βωμός του Έρωτος; Ω! και όμως ετηκόμην . . . ώρας-ώρας επεθύμουν, ει δυνατόν, να ιατρευθώ.

Οκτώ ημέρες υστερώτερα έρχεται ένας ευνούχος, ονόματι Καμπούρ, και μου βάνει μίαν γραφήν εις το χέρι, και ευθύς μισεύει· ανοίγω την γραφήν και βλέπω ότι η Τζελίκα με τες σκλάβες της με εκαλούσαν, εκείνην την βραδειάν να ευρεθώ εις τον κήπο με τον ίδιον τρόπον που είχα ευρεθή την άλλην φοράν.

Ως ν' απεδειλίασε την τελευταίαν στιγμήν ο Ροΐδης, αντί να κλείση με μίαν θερμήν επίκλησιν και με μίαν προτροπή προς καλλιέργειαν μόνης της αληθούς γλώσσης, απεναντίας κηρύττει τον σεβασμόν προς το καθεστώς, αναγνωρίζει την ανάγκην της καθαρευούσης, και συμβουλεύει την επανάστασιν ήρεμον, βραδείαν, βαθμιαίαν.

Διότι μίαν βραδειάν, γυρίζοντας από μίαν συναναστροφήν φίλων και φθάνοντας εις το σπήτι μου, κτυπώ την πόρταν και κανείς δεν μου αποκρίνεται ούτε μου ανοίγει. Κράζω την βασιλοπούλαν, και αυτή δεν αποκρίνεται εις την φωνήν μου. Τρέχω εις όλα τα μέρη του σπητιού, και μην ευρίσκοντάς την, έπεσα αποκαμωμένος εις τες αγκάλες ενός γείτονός μου.

Ευθύς που σε είδα, ελαβώθη η καρδιά μου προς εσένα, και από εκείνην την βραδειάν καμμίαν ανάπαυσιν δεν ηύρα, επειδή η ωραία σου μορφή δεν ήτον βολετόν να λείψη από έμπροσθεν των οφθαλμών μου, αν δεν ήθελες δείξει κάποιαν καλωσύνην προς εμέ, καθώς μου έδειξες.

Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι.