United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον. Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του. Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων. — Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπετάν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.

Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους. — Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.

Μετά δύο λοιπόν ημέρας εξεστρατεύσαμεν εκ νέου. Την φοράν ταύτην η συνοδία ήτο μεγαλειτέρα, διότι οι δημογέροντες έφερον φόρτωμα οίνου, δώρον εις τον Αγάν, εγώ δε είχα σύντροφον και συνοδοιπόρον τον καλόν Παντελήν, σύροντα όπισθεν του τον όνον του φορτωμένον με το έν των βαρελιών μου.