United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' αρχάς εβλέπαμεν δύο ή τρεις τοιαύτας νήσους, αλλ' έπειτα εφάνησαν έως εξακόσιαι και παραταχθείσαι εις δύο γραμμάς επολέμουν και εναυμάχουν. Πολλαί συνεκρούοντο πρώραν με πρώραν, πολλαί δε και διαπερασθείσαι κατεβυθίζοντο. Άλλαι συμπλεκόμεναι δυνατά εμάχοντο και δυσκόλως εχωρίζοντο.

Οι δύο προσκυνηταί, των οποίων αι τρίχες ήσαν ορθαί υπό φρίκης, οι δε οδόντες συνεκρούοντο ως κροταλία Ισπανής χορευτρίας, κατεκυλίσθησαν τρέχοντες εκ του όρους, ουδ' εσταμάτησαν μέχρις ου διέκριναν μακρόθεν τα γλαυκά ύδατα της Μεσογείου.

Οι Τόσκοι εχωρίζοντο από τους λοιπούς Αλβανούς διά μίσους αδιαλλάκτου, ένεκεν πατροπαραδότου διαφοράς και θρησκευτικών δοξασιών εις τα στρατόπεδα όπου ευρίσκοντο μαζί, πάντοτε συνεκρούοντο και εις τας μάχας διετέλουν εις λυσσώδη και τυφλήν άμιλλαν μεταξύ των.

Ένεκα λοιπόν της τοσαύτης συσσωρεύσεως αι απ' ευθείας επιθέσεις καθίσταντο σπάνιαι, καθότι ήτο αδύνατον το πλοίον να οπισθοχωρήση ή να διασχίση την εχθρικήν γραμμήν. Ως επί το πλείστον τα πλοία, θέλοντα να φύγουν ή να επιπέσουν εναντίον άλλου πλοίου, συνεκρούοντο προς άλληλα.

Τα πηρούνια είχον κατατεθή και τα ποτήρια εκυκλοφόρουν και συνεκρούοντο μετά μεγάλης ζωηρότητος· επειδή δε οι πίνοντες εθεώρουν απαραίτητον να συνοδεύουν έκαστον ποτήριον με μίαν ευχήν, τώρα ηύχοντο υπέρ όλων, από των νεκρών προγόνων μέχρι των τελευταίων βλαστών των δύο οικογενειών, τας οποίας συνέδεσε το βάπτισμα. Και ούτω του πότου αι προφάσεις ήσαν ανεξάντλητοι.

Επέμενα τόσον πολύ εις αυτάς τας ανοήτους λεπτομερείας, ώστε τα δόντια μου συνεκρούοντο. Και ολοέν κατήρχετο κανονικώτατα. Ησθανόμην υπερβολικήν ευχαρίστησιν να υπολογίζω την αναλογίαν μεταξύ της ταχύτητός του εκ των άνω προς τα κάτω και της πλαγίας τοιαύτης. Δεξιά-αριστερά, φεύγει ξανάρχεται με τα βελουδένια βήματα τίγρεως, ενώ αφ' ετέρου ο οξύς και βραχνώδης κρότος του διεπέρα την καρδίαν μου.

Το δε επίλοιπον επολέμησε μετά τόσης μανίας, ώστε αι ασπίδες συνεκρούοντο.

Έπειτα από του 16ου αιώνος η μονομαχία περιωρίσθη μόνον εις υπεράσπισιν της ιπποτικής τιμής· ενώ δε έως τότε οι μονομάχοι συνεκρούοντο έφιπποι και σιδηρόφρακτοι, ως όργανα έχοντες λόγχας και κοντάρια και ρόπαλα, έκτοτε εμονομάχουν πεζοί και χωρίς αμυντικόν οπλισμόν, μόνον διά του ξίφους.

Αλλά και εις την φωνήν δεν είχε, καλέ, κάτι τι από το βέλασμα του τράγου; Έπειτα ήτο κακοζωσμένος, ασυστύλωτος και δεν ήξευρε να περιπατήση στο ίσωμα, αλλά συνεκρούοντο τα σφυρά του και οι πόδες του παρέσυρον και κατεκύλιον τους λίθους της οδού, και εγίνετο χαλασμός κόσμου. Τι πατούχας!