United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε κρατούμενος από εκείνο το ξύλον επήγαινα όπου με έφερε το κύμα· επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας, και την ερχομένην όλην νύκτα παλαίοντας με τα κύματα της θαλάσσης· απελπίσθηκα και καρτερούσα τον θάνατον, μη έχοντας πλέον ελπίδα σωτηρίας· όταν, προς την αυγήν βλέπω ότι ήμουν πλησίον εις ένα νησί και ένα κύμα αιφνίδιον με έρριψεν εις το περιγιάλι.

Κατά την πρώτην ημέραν επερίμεναν να ίδουν τους μεν εν τη Σικελία εχθρούς πλέοντας εναντίον του Πειραιώς μετά την περιφανή νίκην, την οποίαν είχαν κερδήσει, τους δε εν τη Ελλάδι, των οποίων αι πολεμικαί παρασκευαί είχαν τότε διπλασιασθή, επιτιθεμένους εναντίον των Αθηναίων διά ξηράς και διά θαλάσσης· τους συμμάχους τέλος αποστατούντας και ενουμένους μετά των εχθρών τούτων.

Κανείς δεν γνωρίζει τώρα τι απεκρίθησαν τα άλλα χρηστήρια· αλλ' εις τους Δελφούς, άμα εισήλθον οι Λυδοί εις τον ναόν, απέτεινον προς τον θεόν την προστεταγμένην ερώτησιν, και η Πυθία τοις είπεν εις στίχους εξαμέτρους· «Ηξεύρω τον αριθμόν της ψάμμου και τα μέτρα της θαλάσσης· ο κωφός με εννοεί και ακούω τον άλαλον.

Περιέκλεισαν επίσης εντός του τείχους στοάν μεγίστην ενουμένην με τον Πειραιά και ηνάγκασαν όλους να αποθέτουν εκεί όσον σίτον είχαν και όσον έφεραν διά θαλάσσης· εκ της αποθήκης δε ταύτης ώφειλαν να τον εξάγουν και να τον πωλούν.

Οι μη φαινόμενοι πάσσαλοι παρείχαν μεγίστην δυσκολίαν, διότι είχαν εμπήξει μερικούς, που δεν υψώνοντο υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης· εις τρόπον ώστε ήτο επικίνδυνον να τους πλησίαση τις, εκ φόβου μήπως εξ απροσεξίας εξοκείλη το πλοίον του ως επί υφάλου. Εν τούτοις κολυμβηταί βυθιζόμενοι, επριόνιζαν αυτούς αντί χρημάτων· αλλ' οι Συρακούσιοι ενέπηξαν πάλιν άλλους πασσάλους.

Τότε δε οι Χίοι έγιναν περισσότερον κύριοι της θαλάσσης· οι δε Πελοποννήσιοι, οι οποίοι ήσαν εις την Μίλητον, καθώς και η Αστύοχος, μαθόντες την είδησιν της ναυμαχίας και την αναχώρησιν του Στρομβιχίδου και του στόλου του, ανέλαβαν θάρρος.

Τότε περιεφρόνησε πλέον τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια σκότη του Άδου.

Τοιούτοι δε λαοί δεν δύνανται ούτε πλοία να εξοπλίζουν ούτε να αποστέλλουν συνεχώς πεζούς στρατούς, επειδή αναγκάζονται και εκ των αγρών των να απομακρύνωνται, και εκ των ιδίων χρημάτων να δαπανούν και προσέτι να εμποδίζωνται διά θαλάσσης· τους δε πολέμους διατηρούν μάλλον αι περιουσίαι των χρημάτων ή οι κατηναγκασμένοι φόροι.

Και οι μεν Συρακούσιοι, άμα εκείνοι έφθασαν, παρεσκευάσθηραν να επιτεθούν εκ νέου κατά των Αθηναίων διά ξηράς και διά θαλάσσης· οι δε στρατηγοί των Αθηναίων βλέποντες ότι οι μεν εχθροί ενισχύθησαν και δι' άλλων επικουριών, αι δε ιδικαί των υποθέσεις, αντί να καλυτερεύουν, εξ εναντίας εχειροτέρευαν καθ' ημέραν υπό πάσας τας επόψεις και ότι η ασθένεια προ πάντων εμάστιζε τον στρατόν, μετεμελούντο, διότι δεν είχαν αναχωρήσει ταχύτερον· επειδή δε ο Νικίας δεν επέμενε πλέον ανθιστάμενος, αλλ' εζήτει μόνον να μη γίνωνται φανεραί αι διασκέψεις, εγνωστοποίησαν εις όλους τους στρατιώτας, όσον το δυνατόν μάλλον κρυφίως, να εγείρουν το στρατόπεδον, διά να εισέλθουν εις τα πλοία, και να είναι έτοιμοι εις το πρώτον σημείον.

Και εκεί που αυτός εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού.