Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Εν τούτοις, οφθαλμοφανώς, η σκαμπαβία εκέρδιζε δρόμον επί της βαρκούλας. Έτρεξαν ακόμη, έτρεξαν πολύ, και πάντοτε, η σκαμπαβία εκέρδιζε δρόμον, και πάντοτε πλησιεστέρα εφαίνετο, εωσότου η απόστασις, η χωρίζουσα ακόμη την βαρκούλαν από της παραλίας, ήτο ήδη μικρά, ελαχίστη, και όσον και αν έτρεχε, η σκαμπαβία, ο Μαθιός επρόλαβε κ' έρριψε την βαρκούλαν μεθ' ορμής εις τα ρηχά, επί της άμμου.

Τω όντι, ήθελε φανή ότι η Νιρηίς των θαλασσίων ρευμάτων, ή η Αύρα των απογείων πνοών, είχον ωθήσει εσκεμμένως και εκ προθέσεως προς το μέρος εκείνο την βαρκούλαν με το χαριτωμένον φορτίον της, — Και τώρα τι να κάμωμε; ηρώτησεν ο Μαθιός, αισθανθείς ενδομύχως τον εαυτόν του ανίσχυρον άνευ της συνδρομής αγαθοβούλου τινός νύμφης.

Ο Μαθιός δεν παρετήρησεν ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ' αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφθή, απήντησε·Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό... Τι λες, δοκιμάζουμε; Και αυτός επίσης έθεσε τον πληθυντικόν εις το τέλος του λόγου. Χωρίς δε να συλλογισθή, ούτως, ως να ήθελε να δοκιμάση αν είχε δυνατούς τους μυώνας, ήρχισε να ωθή την βαρκούλαν.

Διά συντόνου κωπηλασίας εξήλθον του λιμένος. Αλλά πού να εύρωσι την βαρκούλαν; Η θάλασσα, φλύαρος καθώς η γυνή, είνε όσον αύτη εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της. Όσον είνε δυνατόν να εύρη τις τα ίχνη των αλλοτρίων φιλημάτων επί των χειλέων της γυναικός, άλλο τόσον είνε δυνατόν να εύρη επί της αχανούς κυανής εκτάσεως τα ίχνη της βαρκούλας.

Διότι είχαν προσορμισθή παρά τινα αλίμενον παραλίαν ερημονήσου, διά να φορτώσουν τυριά, αλλ' η &σοροκάδα& με μισό φορτίον τους παρέσυρεν έξαφνα, κόψασα την άλυσιν της αγκύρας, αφαρπάσασα και την μικράν βαρκούλαν.

Όταν η σκαμπαβία, η τρέχουσα με δρόμον απόλυτης φορβάδος, επλησίαζεν εις το ακρωτήριον Τραχήλι, τότε μόνον οι επ' αυτής ναυτικοί παρετήρησαν την βαρκούλαν. — Τ' είν' εκεί; — Η βάρκα. Ο κυρ-Μοναχάκης έστρεψεν αριστερά την κεφαλήν. — Α! αυτή είνε!

Ως τόσον, ακούμβησεν αφελώς την λευκήν και τόσον απαλήν χείρα της εις τον ώμον του νέου, όστις ανετριχίασεν όλος εις την επαφήν, κ' επέβη εις την μικράν βαρκούλαν. Εκείνος ηκολούθησε κατόπιν της, και λαβών την κώπην, ήρχισεν αδεξίως ν' αβαράρη. Αλλ' αντί ν' απωθήση τον μώλον, απώθησεν αριστερά τον πυθμένα, και ούτω η βάρκα εδιπλάρωσε κ' εκτύπησεν ελαφρώς εις μίαν των πετρών του μώλου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν