United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μετά παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα, συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν, ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη, αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους, αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και αξιολύπητον.

Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις, και εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό εικοσάδος ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι, αγαπητή μου!

Τα παντοπωλεία ήσαν κλειστά και τα άλλα μαγαζεία. Ολίγος κόσμος εφαίνετο έξω. Μόλις ήρχιζαν την ώραν εκείνην, κρυφά -κρυφά, ν' ανοίγουν μερικά υπόγεια, τα οποία εν Αθήναις είνε επτάψυχα, σαν την επτάψυχη γυναίκα, που πότε πεθαίνει και πότε ανασταίνεται.

Φεύγων την ατυχίαν της πατρίδος, απροστάτευτος, κατεσκήνωσεν εν Αθήναις, τέσσαρα προ του θανάτου αυτού έτη, και εν στερήσεσιν ουχί εκ των συνήθων δεν απεθαρρύνθη· ηγωνίζετο τον περί υπάρξεως αγώνα και εν ταυτώ εκαλλιέργει της μούσης του το τάλαντον, έκρουε την ποιμενικήν λύραν του, και εξ αυτής εξήγε φθόγγους αθώους, φυσικούς, μυρίζοντας από βουνόν και θυμάρι, αναπαριστώντας τον απλούν και φυσικόν βίον των βουνών, των ποιμένων, των χωρικών.

Αν δε εξητάζομεν διατί εις μεν τους Σκύθας αι οικίαι δεν είναι χρήματα, εις ημάς δε είναι, ή εις τους Καρχηδονίους μεν τα δέρματα είναι χρήματα εις ημάς δε δεν είναι ταύτα, ή εις τους Λακεδαιμονίους ο σίδηρος είναι χρήμα εις ημάς δε δεν είναι, θα ευρίσκομεν σημαντικόν τι; Αίφνης, αν κανείς εν Αθήναις από αυτούς τους λίθους τους ευρισκομένους εις την αγοράν και τους οποίους διόλου δεν μεταχειριζόμεθα ήθελεν έχει τόσον βάρος όσον είναι το βάρος χιλίων ταλάντων, θα ενομίζετο πλουσιώτερος;

Ή διά να μη παρακωλυθή η ανάπτυξις της μουσικής εν Αθήναις; Ή διά να διασκεδάζωσιν ελευθέρως οι αθηναίοι ψηφοφόροι, αποσπώμενοι πάσης άλλης πολιτικής σκέψεως και μερίμνης περί της αύριον; Δι' ουδέν τούτων βεβαίως, αλλ' απλώς και μόνον διά να μη κοπιάζωσιν υπερανθρώπως τα αστυνομικά όργανα.

Την τελευταίαν φοράν μάλιστα, κάποιος εν Αθήναις ιδών αυτόν μια των ημερών αναγινώσκοντα εν καφενείω τα πρακτικά της συνεδριάσεως της προτεραίας εν τη Νέα Εφημερίδι, τον ηρώτησεν αν δεν ήτο παρών εις την συνεδρίασιν. «Όχι, ήμουν, απήντησεν ο κ.

Οι παραπονούμενοι ήσαν γνωστοί μου· γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι συνήθη των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον. Η ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και ότε επέστρεψα εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους δυσκόλους εκείνους συνδαιτυμόνας. Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε; Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.

Άλλοι, ως προείπον, λέγουσιν άλλα· αλλ' ημείς και αι δύο είμεθα απερίεργοι, και δεν ανησυχούμεν, εννοείται, πολύ προς την τύρβην των πολυπραγμονούντων, εις τους οποίους πολύ φοβούμαι, ότι πρέπει επί τέλους, αρμοδιώτατα αυτήν την φοράν, να φωνήση τις Κ ό φ 'το. Αθήναις τη 2 Μαρτίου 1880.

Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτοενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο ποιητής. Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους χρόνους εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος ήρχιζε να επανθή ο πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά την ίλερην και ανεμοβλογιάν των παιδικών ετών, την στιχουργικήν επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας.