United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφίνω το τίποτές μου εις το αδέρφι μου το Γηώργη και θέλω να με θάψη, χωρίς καμμία εξόδευσι και κοσμοπομπή. Να μου αφίση μονάχα το βρακί και το μαύρο ποκάμισο και τίποτας άλλο, και να με ρίξη σ' ένα ταφί.

Ο αναθεματισμένος βουλευτής για να μας τον έχη κολλητό έως να τελείωση στη Σύρα η δημοτική εκλογή, τον άφινε να πιστεύη πως κάτι μας απομένει. Του είπα τότες εγώ πως με τες καλές συμβουλές του συνταγματάρχη απομείναμε με το ποκάμισο και δεν έχω άλλο να του δώσω παρά μόνο την κόρη μου και την ευχή μου. Δεν μου έκαμε καμμιά παρατήρησι και εξακολούθησε να έρχεται στο σπήτι καθώς πρώτα.

Πόσον ο άνθρωπος γίνεται παιδί έξω εις την χλόην! — Κοίταξε αυτή η παπαρούνα, έλεγεν η Σοφούλα, σαν τα μάγουλα της μητέρας δεν είνε; Και εγελούσαν. — Να αυτοδά το μικρούτσικο, να τα ξεσκώσης, Σοφούλα, είπεν η Δεσποινιώ, παρουσιάζουσα μικρόν εύμορφον ανθύλλιον. Να το κεντήσηςτο ποκάμισό σου το νυμφικό. Καμμιά δεν θα τώχη. — Αχ! τι ώμορφο! Ναι, τα φυλλάκια θα τα κεντήσω με πράσινο μετάξι.

Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μουκαι τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!

Ο δικολάβος ο Κυρ-Δημητράκης, με το φανελένιο ποκάμισο με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι το ξεβαμένο. Ο Διαμαντής ο μοναχογιός της Κυρά- Πάβλαινας της χήρας, με την πελώρια στραβοφορεμένη ψάθα στο κεφάλι, να μην τον κάψη βραδυνάτα ο ήλιος. Ο Κυρ-Βαγγελάκης ο Εργοδηγός, με την άσπρη του ρεμπούπλικα ομορφοτσακισμένη στην πάντα.

Έλα εδώ εσύ μικρή!-είπε, γεμίζοντας τη σύριγγα μ’ αιθέρα-άνοιξε το ποκάμισο της Κεράς σου και σκούπισε λίγο το μέρος εκεί κοντά στην καρδιά μ' ένα μαντηλάκι. Στάσου να σου στάξω καλύτερα λίγο αιθέρα. . έτσι !. . . -Αχ, κυρ Γιατρέ: Τι!

Έστειλε το Γιάνη, να τη ρωτήση τι θα πάρη, «με τη παρέα της». «Από ένα λουκουμάκι και κονιάκ μαζί». — Είχε πια και κονιάκ ο Γιάνης. Πρώτη σαγονιά την πήρε ο γραματικός. Με το δίκιο του βλέπεις. Μόν' ο κυρ Δημητράκης, ο δικολάβος, με το φανελένιο ποκάμισο, με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι, το ξεβαμένο, εγύριζε στην καρέκλα του απάνω νεβρικός.