United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά το εφθήμερον τούτο οι Ιουδαίοι, εις ανάμνησιν των εν τη ερήμω περιπλανήσεων, κατοικούν εις μικράς σκηνάς ή καλύβας κατασκευαζομένας εκ κλάβων ελαιών και φοινίκων και πευκών και μύρτων, και έκαστον άτομον έφερεν εις την χείρα κλάδους φοινίκων και ιτεών, ή καρπούς κίτρων και ροδακίνων.

Δεν είχαμεν δε ακόμη απομακρυνθή πεντακόσιους σταδίους, ότε είδαμεν δάσος μέγα και πυκνόν πεύκων και κυπαρίσσων. Υπεθέσαμεν ότι ήτο ξηρά και όμως ήτο πέλαγος απύθμενον φυτευμένον με δένδρα χωρίς ρίζας• ήσαν δε ορθά και ακίνητα τα δένδρα και συγχρόνως εφαίνοντο ως επιπλέοντα.

Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων, άτινα δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της οδού, και εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις τας ρίζας των, ίνα δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς βρύσις κατακλύζουσα την οδόν.

Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.

Πατών εις την καταπρασίνην εκείνην λόχμην και διά μέσου των τερπνών πεύκων αναβαίνων την βουστροφικήν οδόν του ο Μιστόκλης, ασθμαίνων από το βάρος του δισακκίου, ίστατο κατά δεκάδας βημάτων να ίδη πότε μεν τα γλαυκά του Σαρωνικού νερά και πότε τους θαλερούς αμπελώνας του Γουδίου.

Μέσα εις ένα ευώδη πευκώνα χωμένον το ερημικόν παρεκκλήσιον, υπό συστάδα υψηλών και μονοκόρμων πεύκων, ήτο εκεί ως μία φωλεά ευλαβείας και κατανύξεως. Υπάρχουν εις τας νήσους πολλαί τοιαύται ευλαβητικαί απολαύσεις, όπου, ο άνθρωπος σιγά σιγά γίνεται χριστιανός, ειρηνικός και εύσπλαχνος.

Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή. Ακόμα λίγοτελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα! Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί... Σταθήτε λίγο ψηλά.

Καθόμαστε· από πάνω μας ο θόλος του ουρανού άπλωνε τη γαλήνη του στη θάλασσα όλη πέρα· Μάης ήταν, και το πέρασμα σύννεφου μηδέ αχνού δε θόλωνε τον ξάστερο πρωινό γλαυκόν αιθέρα. Το αέρι μόλις άγγιζε το ολόστρωτο νερό, μόλις των πεύκων γύρω μας τ' ακρόκλωνα κινούσε κι ο ήλιος, δίνοντας, χρυσά στο βραδινόν αφρό και στ' αρμηρίκια του γιαλού ροδόκρινα σκορπούσε