United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με κλαύματα ερχόμεθατον κόσμον. Δεν το 'ξεύρεις; Από την πρώτην την στιγμήν που μυρισθή αέρα, βογκά και κλαίει το παιδί. — Να σου το εξηγήσω. Την διδαχήν μου άκουσε: ΓΛΟΣΤ. Αλλοίμονον! Τι θλίψις! ΛΗΡ Θρηνούμεν, όταν μας γεννούν διά τον λόγον, ότι με λύπην μας ερχόμεθα εις τούτο της μωρίας το θέατρον τ' απέραντον... Ω! τι ωραίος σκούφος!

ΓΕΛΩΤ. Ότι αφού τας δοκιμάσης, θα ιδής ότι είναι αχλάδια και αι δύο. Ηξεύρεις να μου 'πής, διατί η μύτη είναι εις την μέσην του προσώπου; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Διά να έχη κανείς από κάθε μέρος της μύτης και ένα 'μάτι, ώστε ό,τι δεν ημπορεί να μυρισθή να ημπορή να το βλέπη. Την αδίκησα! ΓΕΛΩΤ. Ηξεύρεις πώς κάμνει το στρείδι το καύκαλόν του; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Ούτ' ηγώ.

Οι δύο αγύρται τον παρεκάλεσαν να πλησιάση, και τον ηρώτησαν πώς του αρέσει το σχέδιον και τα χρώματα, και του εδείκνυαν τα εργαλεία· ο δε υπουργός ήνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι να ιδή. — Καλέ, τόσον ανόητος είμαι; εσυλλογίζετο · και να μη μου περάση ποτέ από τον νουν! Αλλά δεν πρέπει να το μυρισθή κανείς άλλος.

Σήμερον τάμαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί. — Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης. — Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει. Και εξηκολούθησεν: — Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρη της πόλεως. Είνε μια ήσυχη γειτονιά, σαν χωριαδάκι. Και η Εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είνε γάτος εις μερικά πράγματα.

Από το άλλο μέρος ο γέρω Κοντοπάνης τα μυρίσθη και αγρίεψε. Την κόρη του την έχει αρρεβωνιασμένη και πήρε τα μέτρα του για να μη ρεζιλευτή.

Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος.

ΡΕΓ. Τραβήξετέ τον απ' εδώ! Πηγαίνετέ τον έξω, κι' ας μυρισθή τον δρόμον του να κρημνισθήτο Δούβρον! Πώς είσαι, ω αυθέντα μου; Τι έπαθες; τι έχεις; ΚΟΡΝ. Μ' επλήγωσε... Πηγαίνωμεν. — Πετάξετέ τον έξω τον μιαρόν αυτόν τυφλόν! Κι' αυτού εδώ του δούλου το πτώμα, να το ρίξετετην κοπριάν επάνω. Ρεγάνη, δος το χέρι σου, Τα αίματά μου τρέχουν. Δεν ήτο τώρα ο καιρός να πληγωθώ, Ρεγάνη!

Ο μικρός δεκαετής του παπά ευτυχώς δεν τους είχε μυρισθή, επειδή έπαιζεν εκείνην την στιγμήν της χιονιές μαζύ με άλλα παιδιά. Άλλως θα έτρεχε κατόπιν τους, και θα ήθελε να τους συνοδεύση εις την εκδρομήν, με όλον το ψύχος και τα χιόνια.