United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε. — Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.

Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες!

Καταραμένον τρεις φοραίς παντός σκοπού το τέρμα, κατάρα σ' όλα τα ξυνά, 'στης ζάχαραις, 'στά κάντια, κατάρα σ' όσα οι γιατροί μας προσκολλούν 'στό δέρμα, βεντούζαις, καταπλάσματα, τσιρότα, βυζικάντια. Καταραμένος ο χορός, η μουσική, το μέλος, ό,τι γεννά παροξυσμόν κι' ερεθισμόν μας φέρνει, καταραμένοι όλοι σας, καταραμένον τέλος ό,τι μας δίνει την ζωή και ό,τι μας την πέρνει.

Καταραμένοι νάναι οι θαλασσινοί που σε κουβάλησαν δω πέρα, αντί να σε πετάξουν στη θάλασσαΈσκασε τα γέλοια ο τρελλός κι' εξακολούθησε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμόσαστε το μπάνιο όπου θέλατε να με σκοτώστε με το σπαθί μου; Και την ιστορία της χρυσής τρίχας που σας μαλάκωσε την καρδιά; Και πώς σας υπερασπίστηκα εναντίον του ανάντρου αυλάρχη; — Παύτε, μοχθηρέ ψεύτη.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Τα πόδια μου στηρίζονται 'πάνω στην πέτρα, φίλε μου Νέστορα. Να χτυπήσωμε την ψεύτρα πολιτεία των Ρωμαίων πρέπει οι Χριστιανοί, για ν' ανασάνουν οι ταπεινοί, να φάνε το ψωμί τους 'μερωμένο οι δυστυχισμένοι, του γέλιου να ρουφήξουνε τη γλύκα οι καταραμένοι! ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. Όμως, δεν συλλογιέσαι τι θα γίνω μοναχός μέσ' στη Θεσσαλονίκη όταν μείνω;

Τι πένθος έρριξαν στον τόπο αυτοί που σας πρόδωσαν! Καταραμένοι να είναιΣέρνοντας φέρνουν τη Βασίλισσα έως τ' αναμμένα αγκάθια, που βγάνουν μεγάλες φλόγες. Ο Ντινάς, ο άρχοντας του Λιντάν, πέφτει στα πόδια του Βασιλιά. «Βασιληά, άκουσέ με.